Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Γιατί τιμᾶμε τόσο πολύ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο; Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


  Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
  Μέ ρώτησε παλαιότερα κάποιος: «Γιατί τιμᾶμε τόσο πολύ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο; Γιατί τήν τιμᾶμε ὄχι μόνο περισσότερο ἀπʹ ὅλους τούς ἁγίους, ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγγέλους καί τούς ἀρχαγγέλους;». 
Τοῦ ἀπάντησα ὅτι οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε οἱ ἀρχάγγελοι, οὔτε τά Χερουβείμ οὔτε τά Σεραφείμ εἶχαν τόσο στενή καί οὐσιαστική συμμετοχή στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, ὅσο ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.»
Από το βιβλίο »Απάνθισμα Επιστολών» 
 
https://proskynitis.blogspot.gr/2017/08/y.html?m=1

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη καί ἱερότερη γυναίκα τοῦ κόσμου. Μακαριστού Μοναχoύ Μωυσή Aγιορείτη


 Μακαριστού Μοναχoύ Μωυσή Aγιορείτη

Η Παναγία, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον μεγαλύτερο δογματικό πατέρα της Εκκλησίας μας, “κατέχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος”.
Δηλαδή εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί μετά την Αγία Τριάδα τιμάμε την Παναγία. Μεγάλη όντως τιμή.  Στο πρόσωπο της Παναγίας τιμάται το γυναικείο φύλο. Ο πιστός ελληνικός λαός τιμά ιδιαίτερα κι ευλαβείται πολύ την Παναγία.
Αυτό φαίνεται και στο ότι από τις 30.000 εκκλησίες, παρεκκλήσια κι εξωκλήσια όλης της Ελλάδος οι 6.000 είναι αφιερωμένες σε εορτές της Παναγίας και οι περισσότερες στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μάλιστα από τα 1.000 μοναστήρια της Ελλάδος τα 300 τιμώνται σ’ εορτές της Παναγίας· Γέννηση, Ευαγγελισμός, Ζωοδόχος Πηγή, Τιμία Ζώνη, Κοίμηση. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουμε από τα επίσημα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος του 2008.Στο Άγιον Όρος, τα ωραία προσωνυμούμενο “Περιβόλι της Παναγίας”, από τον πολύπλαγκτο Σκοπελίτη Ξηροποταμηνό μοναχό Καισάριο Δαπόντε, ονομασία που επεκράτησε, η τιμή της Παναγίας πλησιάζει τα όρια της λατρείας. Από τις 20 μονές οι 5 τιμώνται στην Παναγία. Από τις 12 σκήτες οι 3 είναι αφιερωμένες στην Παναγία. Από τα 300 κελιά περίπου τα 50 πανηγυρίζουν σ’ εορτές της Παναγίας.
Κέντρο του θεομητορικού εορτασμού τον Αύγουστο στον ιερό Άθωνα είναι ο πάνσεπτος ναός του Πρωτάτου στις Καρυές. Αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η πολυπρόσωπη και κατανυκτική μεγάλη εικόνα του τέμπλου παρουσιάζει κατά τη βυζαντινή παράδοση τη σύνταξη των αποστόλων και πρώτων επισκόπων γύρω από τη νεκρική κλίνη της Θεοτόκου. Ο Χριστός ψηλά μετά αγγέλων να παραλαμβάνει την ψυχή της. Η ίδια εικόνα σε μικρό μέγεθος στο προσκυνητάρι. Μεγάλη και ωραιότατη ίδια παράσταση σε τοιχογραφία από τον χρωστήρα του Θεσσαλονικέως Πανσέληνου και της συνοδείας του στα τέλη του 13ου αιώνος.
Η θαυματουργή εικόνα του Άξιον Εστί δεσπόζει και λάμπει στο προσκυνητάρι της, με την κεντητή ποδιά, τα’ ασημένια καντήλια, τα άνθη, τα θυμιάματα, τα’ αφιερώματα, τις λαμπάδες, τις μετάνοιες, τους μύριους ασπασμούς. 15 Αυγούστου 2008 και όλο το Άγιον Όρος αγρυπνεί εκ βαθέων ψάλλοντας: “Και σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων· παρακαλώ σε Παρθένε βοήθησόν μοι εν τάχει”.
Η θεοτοκοφιλία μοναχών και λαϊκών είναι δικαιολογημένη, δίκαιη, πηγαία, αυθόρμητη και ειλικρινής. Η Παναγία είναι το καλύτερο που είχε να δώσει όλη η ανθρωπότητα στη θεότητα. Είναι η ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου.

http://filoptoxoimkefallinias.blogspot.gr/

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΑ


Παναγία Γερόντισσα - Ιερά Μονή Παντοκράτορος




Παναγία Γερόντισσα - Ιερά Μονή Παντοκράτορος (κλικ για το χάρτη)
H Iερή εικόνα της Παναγίας της "Γερόντισσας" βρίσκεται στην I.M. Παντοκράτορος και είναι η εφέστια εικόνα της Mονής. H παράδοση αναφέρει ότι είναι δώρο του Bυζαντινού αυτοκράτορα Aλεξίου A' του Kομνηνού προς το μοναστήρι.

H εικόνα αποτελεί αντίγραφο της ψηφιδωτής εικόνας της Πναγίας της "Γοργοεπηκόου", που βρισκόταν στην I. Mονή Παντοκράτορος στην Kωνσταντινούπολη, η οποία είχε κτιστεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. H συγκεκριμένη εικόνα είναι η μοναδική φορητή εικόνα, η οποία απεικονίζει την Παναγία ολόσωμη σε στάση δέησης. H μορφή της είναι ευχάριστη, γλυκύτατη και γεμάτη έλεος, αφήνοντας στον κάθε προσκυνητή αισθήματα χαράς, ευφροσύνης, αγαλλιάσεως, ελπίδας, παρηγοριάς και ευσπλαχνίας. H μορφή της Παναγίας σ' αυτήν την εικόνα δείχνει σε κάθε πιστό ότι προστρέχει στην ανάγκη των τέκνων της και πάντοτε παραμυθεί αυτούς.

Tο πρώτο θαύμα

H εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας, είναι θαυματουργή. Tό πρώτο θαύμα που αποδίδεται σε αυτήν αναφέρεται στα χρόνια της βασιλείας του Aλεξίου A' του Kομνηνού.

'Oταν κτιζόταν το αρχικό μανύδριο, 500 περίπου μέτρα μακριά από τα σημερινά κτίρια της Mονής, και ενώ οι εργάτες έκτιζαν, η εικόνα μαζί με τα εργαλεία των οικοδόμων εξαφανίζονταν μυστηριωδώς και όταν τα αναζητούσαν το πρωί τα ανακάλυπταν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Mονή. Eνώ κατάλαβαν ότι το θέλημα της Παναγίας ήταν να κτιστεί το μοναστήρι σε αυτό το σημείο, που η ίδια είχε επιλέξει, και όπου τελικά οικοδομήθηκε ο αρχικός πυρήνας της Mονής.

Tό προσωνύμιο Γερόντισσα αποδόθηκε στην εικόνα πολύ αργότερα, ύστερα από ένα καθοριστικό για την ονομασία της θαύμα της Παναγίας. H αρχική θέση της εικόνας ήταν μέσα στο Iερό Bήμα πίσω από την Aγία Tράπεζα.

Tήν εποχή, που έγινε το θαύμα, ένας πολύ ενάρετος και μεγάλος σε ηλικία ηγούμενος μετρούσε τις τελευταίες ώρες της επίγειας ζωής του. Kατά θεία αποκάλυψη γνώρισε το τέλος του και θελησε να κοινωνήσει των Aχράντων Mυστηρίων. Γι' αυτό το λόγο παρακάλεσε τον ιερομόναχο εφημέριο που ιερουργούσε τη συγκεκριμένη ημέρα να συντομεύσει τη Θεία Λειτουργία, ώστε να προλάβει να κοινωνήσει. O ιερομόναχος όμως δεν υπάκουσε και συνέχισε να λειτουργεί με αργό ρυθμό.

Ξαφνικά ακούστηκε από την εικόνα η φωνή της Παναγίας, η οποία πρόσταζε τον ιερομόναχο να τελειώσει γρήγορα την Θεία Λειτουργία, ώστε να προλάβει να κοινωνήσει ο ηγούμενος. 'Eτσι και έγινε. Mόλις ο Γέροντας κοινώνησε, εκοιμήθη και εξαιτίας αυτού του περιστατικού, η εικόνα απέκτησε την προσωνυμία "Γερόντισσα".

Ι.Μ.Παντοκράτορος Αγ. Όρους 1ΓΕΡΟΝΤΙΣΑ -ΠΑΝΑΓΙΑ





Παναγία Κανάλα, σκέπη καὶ προστασία τῶν πιστῶν


Ἡ θαυματουργὴ εἰκὼν τῆς Παναγίας Κανάλας τεθησαύρισται εἰς τὸ Ἱερὸν Μητροπολιτικὸν Παρεκκλήσιον Ἁγίου Γεωργίου Αἰγάλεω (Ἱερὰ Ὁδὸς καὶ Προύσσης). Τιμᾶται πανηγυρικῶς τῇ ΚΑ´ Νοεμβρίου, τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τὴν θείαν σου εἰκόνα ὡς τῆς δόξης σου σκήνωμα, Κανάλα Παναγία προσκυνοῦντες δοξάζομεν· ἐκ ταύτης γὰρ πηγάζει μυστικῶς ἡ χάρις τῶν ἀΰλων δωρεῶν. Θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Διὸ τὰ μεγαλεῖά σου θαυμάζοντες, καὶ πιστῶς βοῶμέν σοι· Δόξα τῇ παρθενίᾳ σου Ἁγνή· Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου· Δόξα τῇ ἀοράτῳ σου χρηστότητι.

ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ

Ἀπόψε ξενυχτίζουμε τὴν Παναγία Κανάλα
γιατ᾿ εἶναι ἡ προστάτιδα ἀνθρώπων στὴν Ἑλλάδα.
Παράκλησι σοῦ κάνομε καὶ σὲ παρακαλοῦμε,
τὴ χάρι σου γυρεύουμε καὶ σένανε καλοῦμε.
Προσπίπτω ὁ ταλαίπωρος, ζητῶ τὸ ἔλεός σου,
ὅπως γενῇς μεσίτρια ἁγνὴ πρὸς τὸν υἱόν σου·
ἵνα ἰδῇ τὴν θλίψιν μας, ἀκούσῃ τὴν φωνήν μας,
καὶ ἐπιχύσῃ βάλσαμον ἐλέους στὴν ψυχήν μας.
Ἐσὺ εἶσαι ἡ Παντάνασσα, εἶσαι Βασίλισσά μας,
Ὦ Παναγία Κανάλα μου, εἶσαι προστάτισσά μας.
Σὺ τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εὐφραίνεις καὶ δροσίζεις,
καὶ τὰς ψυχὰς τῶν εὐλαβῶν λαμπρύνεις καὶ φωτίζεις.
Ἐσὺ εἶσαι ἡ γιάτρισσα, ὁποῦ θὰ μᾶς γιατρέψῃς,
κάθε ψυχὴ ἁμαρτωλὴ ἐσὺ θὰ θεραπεύσῃς.
Χάρισε Παναγία μας εἰς τοὺς τυφλοὺς τὸ φῶς τους,
δῶσε τους τὰ ματάκια τους καὶ πάρτους στὸ πλευρό σου.
Καρκίνον, φυματίωσι καὶ τὴν ἐπιληψίαν,
βάλε σὺ τὸ χεράκι σου, ὦ τοῦ παντὸς Κυρία.
Κουτσοὺς τρελλοὺς παράλυτους, ἔλα γιὰ νὰ τοὺς σώσῃς,
ὦ Παναγία Κανάλα μου, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃς.
Θεράπευσε πρῶτα ψυχὴ καὶ ὕστερα τὸ σῶμα,
καὶ φῶτα χάρισε Κυρὰ σὲ ὅλη μας τὴν χώρα.
Γιάτρεψε Παναγία μου κι ἐμένα, τὸ παιδί σου,
καὶ θἆμαι πάντα πλάϊ σου, νἆμαι πάντα μαζί σου.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅλοι μετανοεῖστε,
στὴ Παναγιὰ καὶ στὸ Χριστὸ τό· Ἥμαρτον, ζητῆστε.
Κυρία ποὺ ἐλευθέρωσες τὸ Ἔθνος, τὴν Πατρίδα,
Μαρία Ἐλευθερώτρια, χαρὰ καὶ εὐτυχία.
Στεῖλε Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο τὴν γαλήνη
καὶ ὁδήγει κάθε ἄνθρωπον στὴν ἐλεημοσύνη.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεσίτρια ὅπου θὰ μεσιτεύση,
καὶ τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστόν, νὰ πάῃ νὰ πρεσβεύσῃ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Βασίλισσα, εἶναι ἡ Πλατυτέρα,
εἶναι ἡ μάνα ὅλων μας ὡς τοῦ Χριστοῦ Μητέρα.
Αὐτὴ θὰ σώσῃ τὸ λαὸ καὶ ὅλα τὰ παιδιά της,
γιατὶ εἶναι μάνα στοργική, τὰ θέλει ὅλα δικά της.
Ὦ Παναγιὰ Κανάλα μου, πάντα θὰ σὲ δοξάζω,
τὰ θαύματά σου τὰ πολλὰ πάντοτε θὰ φωνάζω.
Ὅστις ἐλπίζει εἰς ἐσὲ κι ἐσὲ ἐπικαλεῖται,
ἀπὸ κινδύνους σώζεται, θάνατον δὲν φοβεῖται.
Ἀπόψε Παναγία μου ποὺ σὲ παρακαλοῦμαι,
τὸ θαῦμά σου, μανούλα μου, Κανάλα μου νὰ δοῦμε.
Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ, μεσίτρια τοῦ κόσμου,
ὅλη σου τὴ βοήθεια καὶ εἰς ἐμένα δῶσ᾿ μου.
Χαῖρε, Ἐσὺ Παντάνασσα, ἐν γυναιξὶ ὡραία,
χαῖρε, διότι ἔτεκες Χριστὸν τὸν Βασιλέα.
Μαρία ἀπειρόγαμε, ἡ τὸν Θεὸν τεκοῦσα,
σὲ ἱκετεύομαι Ἁγνή, μὴ παύσῃς δυσωποῦσα,
τὸν σὸν Υἱὸν καὶ Κύριον, Ἀνύμφευτε Μαρία
νὰ ἀποστείλῃ πρὸς ἡμᾶς χάριν καὶ εὐλογίαν.
Βλέπε τα Παναγία μου καὶ τὰ ξενιτεμένα,
στὴν ξενιτειὰ ὁποῦ βρίσκονται νἆν᾿ εὐχαριστημένα.
Ἐκεῖ δὲν ἔχουνε γονεῖς γιὰ νὰ τὰ βοηθήσουν,
στὴν κάθε λύπη καὶ χαρὰ γιὰ νὰ τὰ ἐνισχύσουν.
Γι᾿ αὐτὸ προσπίπτομεν εἰς σέ, ὦ τοῦ παντὸς Κυρία,
νὰ τρέξῃς σ᾿ ὅλα τὰ παιδιά, νὰ δώσῃς προστασία.
Μάνα ἐγίνηκες κι ἐσὺ καὶ ξέρεις τὸν καημό μας,
βοήθα Παναγία μου, νὰ ῾ρθοῦνε στὸ πλευρό μας.
Μανούλα μου φωνάζουμε, γλυκειά μας Παναγία,
στὴν ξενιτειὰ καὶ στὸ στρατό, ἐσὲ ἔχομεν ἐλπίδα.
Ἐσὺ λιμάνι τῆς καρδιᾶς, μητέρα πονεμένη,
γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε ἄρρωστος καλὰ θέλει νὰ γένῃ.
Ἤρθαμε Παναγία μου μὲ πόνο καὶ μ᾿ ἐλπίδα,
πὼς θὰ ἀκούσῃς δέηση, Κανάλα Παναγία.
Παράκλησι σοῦ κάνομε καὶ σὲ παρακαλοῦμε,
ὑγεία σοῦ φωνάζουμε, ὑγεία σοῦ ζητοῦμε.
Βοήθησέ μας Παναγιὰ καὶ μὴν μᾶς ἀπελπίσῃς,
τὸν πόθο πὤχει ὁ καθείς, ἐσὺ νὰ τοῦ χαρίσῃς.
Γιὰ νὰ ἰδοῦμε ὅλοι μας καὶ νὰ εὐχαριστηθοῦμε,
κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, δόξα σοι ὁ Θεός, νὰ ποῦμε,
ὁποῦ ἀξιωθήκαμε νὰ δοῦμε τὰ παιδιά μας,
γιατὶ τὰ ἀναθρέψαμε μὲ αἷμα τῆς καρδιᾶς μας.
Δὲν σοῦ ζητοῦμε πλούτη ἐμεῖς, δόξες καὶ μεγαλεῖα,
σ᾿ ἐκεῖνα δῶσε φώτισι καὶ θεία εὐλογία,
ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ κακοῦ πάντοτε νὰ τὰ βγάζῃς
καὶ μὲ τὴ θεία σκέπη σου, ἐσὺ νὰ τὰ σκεπάζῃς.
Βοήθα Παναγία μου - βοήθα Παναγιά μου,
ὅλου τοῦ κόσμου τὰ παιδιά, κι ὕστερα τὰ δικά μου.
Παρθένε, στήριγμα γλυκό, Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας,
εἶσαι γιὰ μᾶς παρηγοριά, στὸ σῶμα καὶ στὸ νοῦ μας,
ὁποῦ κρατᾶς στὴ σκέπη σου, τὸ ὀρφανό, τὴν χήρα,
κι ἀνοίγεις διὰ τὸν πτωχόν, ἐλπιδοφόρα θύρα.
Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ, εἶσαι γιὰ μᾶς γαλήνη,
κι ἀστέρι ποὺ λαμποκοπᾶ, ὁποῦ ποτὲ δὲν σβήνει.
Δροσιὰ καὶ ἀνακούφισι στ᾿ ἀρρώστου τὸ κλινάρι
νὰ ἔχῃ μῦρα εὐωδιά, ὅλη τὴν ἅγια χάρη.
Ἐλπίδα ὁλοζώντανη εἰς τὸν ἀπελπισμένο,
στὸν πλούσιο, καὶ στὸ φτωχὸ καὶ στὸν φυλακισμένο,
σωσίβιο ἀληθινὸ στὸ ναυαγὸ ποὺ πλέει,
ἐλπίδα καὶ παρηγοριά, σ᾿ ἐκεῖνον ὁποῦ κλαίει.
Προστάτευέ μας Παναγιά, μὲ μητρικὴ ἀγάπη,
ἀπ᾿ τὸ σκληρὸ κι ἀπ᾿ τ᾿ ἄδικο στὸν κόσμο μονοπάτι.
Στὸν σκλαβωμένο χάρισε ἐλεύθερη πατρίδα,
στὸν ναυαγὸ ὁποῦ δέρνεται στὸ πέλαγος σανίδα.
Στὴν χήρα τὴν παρηγοριά, στὸν ἄρρωστο ὑγεία,
σ᾿ ἐμᾶς τὴν ἀνακούφιση γλυκειά μας Παναγία.
Ὦ Παναγία Κανάλα μου, λυπήσου τὸν καθένα,
καὶ δρόσισε μὲ τὴ δροσιά, χείλη τὰ μαραμένα.
Ὦ Παναγία Κανάλα μου, μεγάλο τ᾿ ὄνομά σου,
μεγάλη εἶναι ἡ χάρη σου καὶ τὸ προσκύνημά σου.
Δὲν ξεύρω Παναγία μου τὸ πῶς νὰ σὲ ὑμνήσω,
πῶς νὰ σοῦ πλέξω ἐγκώμια, νὰ σὲ δοξολογήσω.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, σ᾿ εὐχαριστῶ, σοῦ δίνω εὐχαριστίες,
Ὦ Παναγία Κανάλα μου, ὕμνους, δοξολογίες.

Παναγία ἡ Πεντεβρυσιώτισσα - Ἱστορικὸν καὶ θαύματα


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΑΓΚΑΔΑ
ΕΝΟΡΙΑ ΠΕΝΤΕ ΒΡΥΣΕΩΝ
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΕΝΤΕΒΡΥΣΙΩΤΙΣΣΑ

ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΕΒΡΥΣΙΩΤΙΣΣΑΣ

Ἡ παλαιά, ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς ΠΕΝΤΕΒΡΥΣΙΩΤΙΣΣΑΣ (17ου αἰ.), ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ ἄγνωστο, ἀλλὰ εὐλαβέστατο ἁγιογράφο. Ἦρθε μὲ τοὺς πρόσφυγες τὸ 1922 στὴν Ἑλλάδα καὶ συγκεκριμένα στὴ Θεσσαλονίκη. Δὲν γνωρίζουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο μεταφορᾶς της. Τὸ ἴδιο ἔτος τὴν μετέφερε μέσα σὲ τσουβάλι στὶς Πέντε Βρύσες ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Νεμψίδης τοῦ Γεωργίου μὲ τὰ πόδια.
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα τῆς Παναγίας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας. Θὰ ἀναφέρω μόνο δύο πρόσφατα. Διότι τὸ ἕνα ἔγινε αἰτία νὰ δοθεῖ τὸ ὄνομα «Πεντεβρυσιώτισσα» καὶ τὸ ἄλλο (θαῦμα) γιὰ νὰ ἀναπαλαιωθεῖ καὶ ἐνθρονισθεῖ στὸ νέο μεγαλόπρεπο καὶ ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μὲ μεγαλοπρέπεια, ὡς «Ὑπέρμαχος στρατηγός» καὶ «Παντάνασσα».
Τὸ πρῶτο θαῦμα τῆς Παλαιᾶς καὶ θαυματουργοῦ βρεφοκρατούσας Παναγίας μᾶς φανερώθηκε πέρυσι. Ἦταν 12 Αὐγούστου, ἡμέρα Παρασκευὴ τοῦ 1994 καὶ ὥρα 3μ.μ. Κτύπησε τὸ κουδούνι τῆς οἰκίας. Ἦταν μία νεαρὰ κυρία ποῦ μου εἶπε: «πάτερ θέλω νὰ μοῦ διαβάσετε ἀρτοκλασία». Μνημόνευσα τὰ ὀνόματα ὑπὲρ ὑγείας καὶ σὲ λίγο ἐτελείωσα. Παρεκάλεσα τοὺς προσκυτητὲς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ ἀρχονταρίκι τῆς Ἐνορίας, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία. Ἐνῶ ἡ πρεσβυτέρα ἑτοίμαζε τὸ κέρασμα, ρώτησα, ὅπως ἐρωτῶ πάντα τοὺς προσκυνητὲς «πῶς ἔτσι καὶ περάσατε ἀπὸ τὴν ἐνορία μας;» Ἡ νεαρὰ κυρία μου ἀπήντησε «εἶδα, πάτερ, τὴν Παναγία στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ εἶπε: πήγαινε, παιδί μου, στὶς Πέντε Βρύσες στὴν Παναγία τὴν Πεντεβρυσιώτισσα καὶ ὅτι μοῦ ζητᾶς θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ξύπνησα καὶ ἄρχισα νὰ ἐρωτῶ τί εἶναι Πέντε Βρύσες καὶ σὲ ποιὸ μέρος βρίσκεται. Ρωτώντας ἔφτασα, πάτερ, στὴν Ἐνορία σας, στὸ πανέμορφο χωριό σας», «Πῶς εἶδες, παιδί μου, τὴν Παναγία, πῶς ἦταν;» ρώτησα καὶ πάλι. «Ἦταν, πάτερ, πολὺ μαυρισμένη, ἀλλὰ ἀρχόντισσα κυρά. Τὰ χείλη της διέκρινα, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπαν τὰ λόγια ποὺ σᾶς ἀνέφερα». «Ἔλα παιδί μου, τῆς εἶπα, ἀκολούθησέ με». Φτάσαμε μέσα στὸ Ναὸ καὶ στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ κυρίως Ναοῦ στὸ χῶρο τῶν γυναικῶν (καὶ στὸν τοῖχο ἦταν κρεμασμένη ἡ παλαιά, ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Μόλις τὴν ἀντικρυσε, φώναξε κλαίοντας: «Αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου, πάτερ» καὶ ἀγκάλιασε τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κλαίοντας ἀπαρηγόρητα. Μετὰ ἀπὸ πρότασή μου ἔμεινε ἡ εὐλαβέστατη κυρία νὰ παρακολουθήσει τὴν παράκληση ποὺ ψάλλεται πρὸς τὴν Θεοτόκον τὶς δύο πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Αὐγούστου. Τὴν σύστησα στὸ ἐκκλησίασμα μετὰ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἡ ἴδια, σχεδὸν κλαίοντας, διηγήθηκε τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας μας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας.

Ἱερὰ Μονὴ Δαμάστας, ἡ θέση της στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο




Ἔκδοσις Ἱ. Μ. Δαμάστας Δαμάστα 2009
© Ἱ. Μ. Παναγίας Δαμάστας, Δῆμος Γοργοποτάμου Λαμίας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸ μικρὸ αὐτὸ ἐνημερωτικὸ ἔντυπο ἀπευθύνεται μὲ ἀγάπη πρὸς τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὰς τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας Δαμάστας καὶ προσφέρει στοιχεῖα τινὰ διὰ τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ζωὴν τοῦ Ἱεροῦ της Θεοτόκου προσκυνήματος, ὥστε ὁ κάθε ἐπισκέπτης νὰ γνωρίζει ποὺ εὑρίσκεται καὶ νὰ πληροφορεῖται ποία εἶναι ἡ συμβολὴ αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς στὴ ζωὴ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων.
Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος εἶναι ἡ Ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἔχουσα χάριν καὶ εὐλογίαν θαυματουργεῖ εἰς τοὺς προσερχόμενους μὲ πίστη καὶ ἐκζητοῦντας τὴν μεσιτεία Της. Δαμάστα ὀνομάζεται, διότι δαμάζει τὸν πόνο καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τὰ θαύματά της εἶναι ἀναρίθμητα καὶ οἱ εὐεργεσίες της ἀπερίγραπτες. Ἡ Ἐκκλησία Της εἶναι μιὰ ἀέναος πηγὴ συμπαθείας πρὸς κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Τὸ Μοναστήρι της εἶναι ἕνας τόπος ἀνακαινίσεως, ἀνακουφίσεως καὶ ἁγιασμοῦ.
Ἡ ἐθνικὴ προσφορὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἶναι πολὺ μεγάλη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς μέχρι πρόσφατα. Μὲ τὴν Παναγία Δαμάστα συνδέονται μεγάλα καὶ ἡρωικὰ ὀνόματα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ὑπῆρξε καταφύγιο τῶν ἀρματωλῶν καὶ κλεφτῶν, ὁρμητήριο τοῦ Ἀθανασίου Διάκου καὶ τοῦ Ἐπισκόπου Σαλώνων Ἡσαΐα, τόπος συγκεντρώσεως τῶν ἀγωνιστῶν. Γιὰ τὴν πατρίδα ἐθυσίασε πολλοὺς πατέρες καὶ ἔδωσε τὰ πάντα γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Ὅ,ποιος ἐπισκέπτεται αὐτὸ τὸ Μοναστήρι ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ἀναβαπτίζεται στὰ νάματα τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σὲ κάθε προσκυνητὴ καὶ ἀναγνώστη αὐτοῦ του φυλλαδίου εὔχομαι πλούσια τὴν εὐλογία καὶ τὴν χάρη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Φθιώτιδος Νικόλαος

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΑΜΑΣΤΑΣ

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Δαμάστας βρίσκεται στὶς βορεινὲς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Καλλίδρομον, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα σημεῖα τῆς περιοχῆς: ἕνα φυσικὸ ἐξώστη σὲ ὑψόμετρο 740 μ., μὲ ὑπέροχη θέα πρὸς τὴν πεδιάδα τοῦ Σπερχειοῦ, τὸ Μαλιακὸ κόλπο καὶ πιὸ πέρα τὰ βουνὰ Οἴτη καὶ Ὄθρυ. Ἀπέχει περίπου 23 χλμ. ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ Λαμία, τὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Φθιώτιδος, καὶ 203 χλμ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα*. Εἶναι ἀφιερωμένη στὸ «Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου» καὶ πανηγυρίζει στὶς 8 Σεπτεμβρίου.
* Ἀπὸ Ἀθήνα ἀκολουθοῦμε τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ Ἀθηνῶν-Λαμίας. Πρὶν τὴν πόλη τῆς Λαμίας, στὴ διασταύρωση πρὸς Γραβιά-Ἄμφισσα, ἀφήνουμε τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ καὶ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ περίπου χιλιόμετρα, συναντοῦμε μιὰ διασταύρωση, ὁποὺ ὑπάρχει ἡ πινακίδα «Ἱ. Μ. Δαμάστας». Στρίβουμε καὶ ἀνηφορίζουμε πρὸς τὸ μοναστήρι, τὸ ὁποῖο καὶ συναντοῦμε μετὰ ἀπὸ τρεισήμισι χιλιόμετρα ἀσφαλτοστρωμένου δρόμου.
Ὅσον ἀφορᾷ στὴν ὀνομασία τοῦ μοναστηρίου, διασώζονται δύο ἐκδοχές. Ἡ πρώτη θέλει τὴν ὀνομασία νὰ προέρχεται ἀπ᾿ τὸν τόπο καταγωγῆς τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας, ποὺ τὸ Μοναστήρι φιλοξενεῖ: Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ Εἰκόνα ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Δαμασκοῦ τῆς Συρίας (γενέτειρα τοῦ μεγάλου πατέρα καὶ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ) κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (8ου-9ου αἰώνα μ.Χ.). Τὴν περίοδο αὐτή, οἱ φοβεροὶ διωγμοὶ τῶν εἰκονομάχων ἀνάγκασαν ἀρκετοὺς ὀρθοδόξους νὰ ζητήσουν καταφύγιο σὲ ἀσφαλῆ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Μαζί τους ἔφεραν καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ τόσο τιμοῦσαν καὶ εὐλαβοῦνταν. Μία ἀπὸ αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα ποὺ φιλοξενήθηκε στὶς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Καλλιδρόμου. Ἀρχικὰ ὀνομάστηκε «Παναγία ἡ Δαμάσκα», ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν παραφθορὰ τῆς λέξης προέκυψε ἡ λέξη «Δαμάστα».
Ἡ δεύτερη πιθανὴ ἐκδοχὴ θέλει τὴν ὀνομασία νὰ σχετίζεται μὲ τὸ ἐτυμολογικό της περιεχόμενο: Ἡ λέξη «Δαμάστα» παρήχθη ἀπὸ τὸ ρῆμα «δαμάζω», ἐξαιτίας τῆς θαυματουργικῆς ἰδιότητας τῆς Εἰκόνας τῆς Θεοτόκου νὰ «δαμάζει» τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὶς ποικίλες ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέφευγαν σ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, ἡ εἰκόνα, καὶ συνεκδοχικὰ καὶ ἡ Μονή, προσέλαβε τὴν ἰδιαίτερη προσωνυμία «Δαμάστρα», ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου παρεφθάρη σὲ «Δαμάστα».

Ἱστορία τοῦ Μοναστηρίου

Δὲν ἔχει διασωθεῖ κάποια γραπτὴ μαρτυρία σχετικὰ μὲ τὸν ἀκριβῆ χρόνο ἱδρύσεως τῆς μονῆς. Ἡ μορφὴ καὶ ὁ τύπος τοῦ Καθολικοῦ, ποὺ ὡς ἀρχιτεκτόνημα τοποθετεῖται στὴν περίοδο μεταξὺ τοῦ 13ου καὶ τοῦ 15ου αἰώνα, μαρτυρεῖ γιὰ τὴν πιθανὴ ἵδρυση τοῦ μοναστηρίου κατὰ τὴν περίοδο αὐτή. Εἶναι ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίστηκαν οἱ περισσότερες Ἱερὲς Μονὲς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὡστόσο, νεώτερη ἐκτίμηση τοποθετεῖ τὸν σημερινὸ ναὸ μετὰ τὶς φθορὲς καὶ τὴν πυρκαγιὰ περίπου στὸν 17ο αἰώνα.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΟΡΩΝΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΗΣ


(Ἀρχιμ. Παντελεήμονος Πούλου: Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κορώνης, Ἀθῆναι 2006)

Α) ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ-ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Νότιας Πίνδου, στὸν ὀρεινὸ ὄγκο τῶν Ἀγράφων, καὶ πάνω ἀπὸ τὸν κάμπο τῆς Καρδίτσας, σὲ μιὰ κατάφυτη ἀπὸ βελανιδιὲς καὶ καστανιὲς πλαγιά, ὅπου τὸ κελάρυσμα τῶν πηγῶν γίνεται ἕνα μὲ τὸ κελάδισμα τῶν ἀηδονιῶν, πάνω σὲ ἕνα φυσικὸ μετέωρο μπαλκόνι, ἀπὸ ὅπου βλέπεις ὅλον τὸν θεσαλλιώτικο κάμπο καὶ ἀγναντεύεις ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο μέχρι τὸ Πήλιο καὶ τὸν Τυμφρηστό, στέκει ἀγέρωχο πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὸν χρόνο τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κορώνας, ποῦ τιμᾶ τὸ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου.
Δύο δρόμους μπορεῖ νὰ πάρει ὁ προσκυνητὴς γιὰ νὰ ἔλθει στὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὴν Καρδίτσα· ἕνας περίπου 26 χιλιόμετρα περνᾶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μητρόπολη καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Μεσενικόλας, μοναδικὴ διαδρομὴ ἀπὸ πλευρὰ φυσικῆς καλλονῆς· ὁ ἄλλος δρόμος, κατὰ περίπου 8 χιλιόμετρα πιὸ σύντομος, περνᾶ πάλι ἀπὸ τὸ χωριὸ Μητρόπολη, τὴν ῥυθμιστικὴ τεχνητὴ λίμνη καὶ τὸν οἰκισμὸ τῆς ΔΕΗ, διασχίζει τὸ χωριὸ Μοσχᾶτο καὶ καταλήγει στὸ Μοναστήρι.
Τὸ Μοναστήρι, σὰν κορώνα στέφει τὸν εὔφορο κάμπο τῆς Θεσσαλίας σὲ ὕψος 800 περίπου μέτρων, γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο ἔλαβε και τὸ ὄνομα Μονὴ Κορώνας. Παλαιὰ ὀνομαζόταν Μονὴ τῆς Κρυερᾶς Πηγῆς. Κοντὰ στὸ Μοναστήρι βρίσκεται ἡ τεχνητὴ λίμνη Νικολάου Πλαστήρα καὶ σὲ ἀπόσταση 22 περίπου χιλιομέτρων τὸ ὁμώνυμο φράγμα, γύρω δὲ ἀπὸ τὴν λίμνη βρίσκονται τὰ ἀλπικῆς ὀμορφιᾶς χωριὰ Μεσενικόλας, Βουνέσι, Κρυονέρι, Μπεζούλα (ἤ Πεζούλα), Νεράϊδα, Νεοχώρι, Λαμπερὸ κ. ἄ.
Σὲ αὐτὸν τὸν ὄμορφο τόπο, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγιά, θέλησε ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα νὰ ἐνθρονισθεῖ καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, Παντοβασίλισσα καὶ ἀφέντρα εὐλογεῖ τὸν λαό Της.

Β) ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ-ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Πάνω στὰ ἐρείπια ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ τῆς ἀδελφῆς τοῦ Φοίβου, τῆς θεὰς Ἄρτεμης, μετὰ τὴν πτώση τῶν Ὀλυμπίων ἀπὸ τὰ βάθρα τους, στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ίωάννη τοῦ Κομνηνοῦ, μετὰ ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ εὕρεση τῆς Ἱερῆς Εἰκόνος τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μας στὸν τόπο που σήμερα ὑπάρχει τὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας τῶν Ἀγγέλων, ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν στὰ 1123 ὕψωσε τὸ Μοναστήρι καὶ τὸ ἀφιέρωσε στὴν Γέννηση τῆς Παναγίας.
Ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἴσως λόγω βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν, τὸ Μοναστήρι ἔπεσε σὲ παρακμὴ καὶ καταστράφηκε. Σήμερα σώζεται ἕνα κιονόκρανο καὶ μερικοὶ σπόνδυλοι ἀπὸ κολώνα τοῦ ἀρχαίου ναοῦ καὶ μερικὰ κομμάτια μάρμαρο μὲ γλυπτὲς διακοσμήσεις, ἀπομεινάρια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Βυζαντινῆς περιόδου.
Οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Θ´ ὁ Ἱερομνήμων (1111-1134), Λέων ὁ Στυππῆς (1134-1143) καὶ Μιχαὴλ Β´ ὁ Κουρκουνᾶς (1143-1146) μὲ πατριαρχικὰ σιγίλλια ἀναγνώρισαν τὴν Μονὴ σὰν Πατριαρχικὸ Σταυροπήγιο.

Γ) ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα, τὸ Μοναστήρι ξανακτίζεται ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Κωσκουλᾶ, τὸν κτίτορα πολλῶν Μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς. Ὁ Κωσκουλᾶς ὑπῆρξε διοικητὴς τῆς Κρήτης, πρόδωσε ὅμως τὸν ἀγώνα τῆς Μεγαλονήσου στοὺς Τούρκους καὶ ἀργότερα μετανοημένος γύρισε στὴν πατρίδα του τὸ Νεοχώρι καὶ ἔγινε κτίτορας Μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημά του.
Σήμερα, ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ 16ου αἰώνα, ὑπάρχει μόνο τὸ καθολικό, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται σὲ ἄριστη κατάσταση.

Δ) ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Ὅπως ὅλα τὰ Μοναστήρια μας, ἔτσι καὶ ἡ Μονὴ τῆς Κορώνας, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἔπαιξε πρωτεύοντα ῥόλο στὴν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μας αὐτογνωσία ὡς Ἑλλήνων καὶ Ὀρθοδόξων, ἑνῶ ὑπάρχει ἡ παράδοση ὅτι στὴν Μονὴ λειτούργησε Σχολὴ τοῦ Γένους στὴν ὁποία δίδαξαν προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος, ἑνῶ σὲ περιόδους Τουρκικῶν πιέσεων λειτούργησε τὸ Κρυφὸ Σχολειό.

Ε) ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

Τὸ Καθολικό, ὁ κεντρικὸς δηλαδὴ ναὸς τῆς Μονῆς, τιμᾶται σὲ ἀνάμνηση τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρχιτεκτονικὰ ἀνήκει στὸν τετρακιόνιο ἀθωνικὸ τύπο. Εἶναι τρίκογχος καὶ ἁγιογραφήθηκε μὲ ἔξοδα τοῦ τοπικοῦ προύχοντα Ἀνδρέα Μπούνου ἀπὸ τὸν ἄζευκτο Δανιήλ. Στὴν δυτικὴ πλευρὰ τοῦ κυρίως Ναοῦ, εἰκονίζεται ὁ Ἀνδρέας Μποῦνος νὰ προσφέρει τὸν Ναὸ στὴν ἔνθρονη Θεοτόκο.
Ὁ ἁγιογράφος τοῦ Καθολικοῦ μοναχὸς Δανιήλ, φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε καλὸς τεχνίτης τοῦ χρωστήρα, ἀκολουθεῖ τὴν Κρητικὴ Σχολή, καὶ δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὰ πρόσωπα καὶ στὴν πτυχολογία τῶν ἐνδυμάτων.
Τὸ Καθολικὸ εἶναι κατάγραφο, δηλαδὴ ἁγιογραφημένο ἀπὸ τὸν τροῦλο μέχρι τὸ δάπεδο καὶ μεταξὺ τῶν ἁγιογραφιῶν ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν πρωτοτυπία τους εἶναι ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Θεοτόκου (πάνω ἀπὸ τὸν κίονα τοῦ κυρίως Ναοῦ)· καὶ ἡ ἀπεικόνισις φορητῆς Εἰκόνας μὲ τίτλο «Ἡ Ἐπίσκεψις» ποὺ εἰκονίζει τὴν Θεοτόκο νὰ κάθεται κάτω ὀκλαδὸν καὶ νὰ παίζει μὲ τὸν Χριστό, στὴν λιτή.
Τὸ Καθολικὸ εἶναι χωρισμένο σὲ 4 τμήματα· α) χῶρος Προπυλαίων (ἐξωνάρθηκας) ποὺ τελευταία κλείσθηκε μὲ τζαμαρία, προκειμένου ἐκεῖ νὰ τοποθετηθοῦν τὰ μανουάλια ἔτσι ὥστε νὰ μὴν καταστρέφεται ἀπὸ τὴν κάπνα ἡ ἁγιογραφία· β) ἡ Λιτή· γ) ὁ κυρίως Ναός, καί· δ) τὸ Ἱερὸ Βῆμα.

ΣΤ) ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ

Στὴν βορεινὴ πλευρὰ τῆς Λιτῆς, εἶναι προσκολλημένο Παρεκκλήσιον τοῦ 1739 πρὸς τιμὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου δεσπόζει τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο μὲ μικρὲς Εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κτίτοράς του Ἀποστόλης ἀπὸ τὰ Βρανιανά (Βραγγιανά), εἰκονίζεται νὰ κρατάει τὴν Εἰκόνα τοῦ Προδρόμου. Τὸ Παρεκκλήσι, ἐπίσης εἶναι κατάγραφο, μὲ εἰκόνες λαϊκῆς τέχνης ἄγνωστου λαϊκοῦ ζωγράφου.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΔΙΑΣΩΖΟΥΣΑ (Ἀρχ. Ἰερεμίου Βάστα, προηγουμένου Ἱ. Μ. Πάτμου. Μετάφρασις τῆς 4ης Ἐκδόσεως ὑπὸ Ἱερομονάχου Φιλίππου Θεολογίτου. Ἔκδοσις Ἱ. Μ. Ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου. Πάτμος 2003).


1. Ὁ Ἱ. Ναὸς καὶ ἡ ἵδρυσίς του

Ὁ Ἱ. Ν. βρίσκεται στὸ νότιο μέρος τῆς Ἱ. Μ. τοῦ Θεολόγου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέχει λίγα βήματα. Ἥταν μικρὸς παλιὰ (7.30x7μ.), ἀλλὰ καλλιτεχνικὰ κτισμένος. Προσφάτως ἐπεκτάθηκε στὸ δυτικὸ μέρος του καὶ ἔχει τώρα μῆκος 17 μ. καὶ πλάτος 7 μ.
Ὁ ἀκριβὴς χρόνος τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ἱ. Ν. εἶναι ἄγνωστος. Ὑπάρχουν ὅμως οἱ τίτλοι ἰδιοκτησίας του ἀπὸ διάφορες ἐποχές. Ἀπὸ αὐτοὺς φαίνεται ὅτι ὁ Ἱ. Ν. ἱδρύθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ 1500. Στὸν πρῶτο τίτλο, ποὺ ἐχει χρονολογία 1590, ἀναφέρονται ἀξιόλογοι μάρτυρες, Ἱερωμένοι καὶ Λαϊκοὶ τῆς Πάτμου, οἱ ὁποῖοι, μετὰ ἀπὸ μιὰ φιλονικία ἀνάμεσα στὸν ἱερέα Θωμᾶ καὶ τὸν Γεώργιο Μάγγιπα γιὰ τὴν κυριότητα τοῦ ναοῦ, βεβαιώνουν ὅτι «ἀπὸ παλιὰ οἱ γονεῖς τοῦ κυρίου Γεωργίου εἶχαν τὴν κυριότητα τοῦ σεβασμίου Ἱ. Ν.». Ἄρα ἡ ἵδρυσίς του ἔγινε πρὶν ἀπὸ τὸ 1590.
Στὸ ὑπέρθυρο τῆς μίας ἀπὸ τὶς παλιὲς ἐξόδους πρὸς δυσμάς, ὑπῆρχε ἐντοιχισμένη ἐπιγραφὴ διὰ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ Ἱ. Ν., χωρὶς ὅμως χρονολογία. Ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι ἡ ἑξῆς:

«ΜΗΝΙ ΙΟΥΝΙΟΣ ΚΗ´ ΕΚΑΙΝΙΣΘΗ Ο
ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΔΙΑΣΩΖΟΥΣΑΣ.
ΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ ΤΩΝ ΕΠΙ ΣΟΙ ΠΕΠΟΙΘΟΤΩΝ
ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ
ΗΝ ΕΚΤΗΣΩ ΤΩ ΤΙΜΙΩ ΣΟΥ ΑΙΜΑΤΙ»

(Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτή, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπέκταση τοῦ Ἱ. Ν. τὸ 1956, ἐντοιχίσθηκε σὲ ἄλλη θέση του Ἱ. Ν.)
Δηλαδή: «Στὶς 28 Ἰουνίου ἀνακαινίσθηκε ὁ Ἱ. Ν. τῆς Ἁγίας Διασώζουσας. Κύριε, Ἐσὺ ποὺ στερεώνεις ὅσους σὲ πιστεύουν, στερέωσε τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησες μὲ τὸ τίμιο Αἷμά Σου».
Ἐπίσης, στὸ ἀνώφλι τῆς ἄλλης εἰσόδου, πρὸς δυσμάς, καὶ στὸ μέρος πρὸς τὸν Ἱ. Ν. ὑπῆρχε ἄλλη ἐπιγραφὴ δυσανάγνωστη καὶ παλαιότερη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ γράμματα, μὲ χρονολογία 1590 (καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιγραφὴ ἐντοιχίσθηκε σὲ κατάλληλη θέση στὸν ἀνακαινισμένο Ἱ. Ν.)
Ψηλά, στὴν ἀριστερὴ ἀπὸ τὶς τέσσερις ἁψίδες, στὶς ὁποῖες στηρίζεται ὁ τροῦλλος, ὑπάρχει γλυπτὸ μονόγραμμα ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀνακαίνιση τοῦ Ἱ. Ν.

2.Ἡ θαυματουργὸς Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Διασωζούσης

Γιὰ τὴν προέλευση τῆς ἁγίας καὶ θαυματουργῆς Εἰκόνας δὲν σώθηκε καμμία μαρτυρία.
Ἡ παράδοση τῆς Πάτμου ἀναφέρει ὅτι ἡ Εἰκόνα ἀνήκει στὶς ἑβδομήκοντα Εἰκόνες τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἦταν γιατρός (Κολασσαεῖς 4, 14) καὶ ζωγράφισε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὸν ὡραῖο καὶ γλαφυρὸ κάλαμό του.
Μιά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ζωγράφισε τρεῖς Εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καὶ τὶς παρουσίασε σὲ Αὐτήν, ὅταν ζοῦσε. Ἐκείνη τὶς εὐλόγησε καὶ εἶπε: «Ἡ Χάρη τοῦ Γιοῦ μου νὰ εἶναι μαζί τος». Ἐπίσης ζωγράφισε καὶ τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Κατὰ τὴν ἴδια παράδοση, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐμφανίζεται στὴν Εἰκονογραφία νὰ ζωγραφίζει τὴν Παναγία καθιστὸς σὲ ἕδρανο καὶ ἔχοντας ἀπέναντί του σὲ τρίποδο τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
Γιὰ τὸ ὅτι ἡ Εἰκόνα τῆς Διασωζούσης εἶναι ἀρχαιοτάτη καὶ ἔργο μεγάλου καλλιτέχνη, εὐσεβοῦς καὶ ἐναρέτου ἀνθρώπου, δὲν χωρεῖ ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνονται θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐπιτρέπει ἡ Παναγία νὰ γίνονται μέσα ἀπὸ ὁρισμένες εἰκόνες Της, κατὰ τόπους, σὲ ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη. Ἡ Εἰκόνα ἔχει διαστάσεις 0,82x0,65 καὶ ἔχει ὑποστεῖ παλαιότερα, ἄγνωστο πότε, ἐγκαύματα καὶ ἐπιζωγραφήσεις. Εἶναι δυστυχῶς καλυμμένη μὲ ἀργυροεπίχρυσες πλάκες, ἐπάνω στὶς ὁποῖες ὁ τότε χρυσοχόος ἀποτύπωσε σφραγίδες κάποιων νομισμάτων τῆς ἐποχῆς του καὶ πρόσθεσε δύο χέρια ἐντέχνως ἐπεξεργασμένα, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ Θεοτόκος βαστάζει τὸ Παιδίον Ἰησοῦν.
Ὁ Φωτοστέφανος, ποὺ πλαισιώνει τὴν μεγαλοπρεπὴ Εἰκόνα, ἔχει τέσσερις ἀνάγλυφες σφραγίδες. Στὶς δύο ζωγραφίσθηκε ἡ Παναγία καὶ στὶς δύο ὁ Ἅγιος Γεώργιος (ἤ Θεόδωρος) καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πιθανὸν καὶ πάνω πρὸς στὴν κορυφὴ τοῦ Στεφάνου ἡ Θεοτόκος Δεομένη, ὁλόσωμη μὲ ὑψωμένα χέρια.
Οἱ φωτοστέφανοι τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ στολίζονται μὲ ἕνδεκα πολύτιμους λίθους, κόκκινους καὶ πράσινους, μεγάλου μεγέθους. Ὁ ἕνας τους χάθηκε.
Κάτω στὸ πλαίσιο τῆς Εἰκόνας, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπὸ ὀρείχαλκο, ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως εὐγενοῦς μετάλλου, ὑπάρχει ἡ χρονολογία τῆς κατασκευῆς τῆς ἀργυροεπίχρυσης ἐπένδυσης: 1732
Τέλος, ὁλόκληρη ἡ Εἰκόνα καλύπτεται ἀπὸ ἀφιερώματα κάθε εἴδους καὶ ἀξίας. Τὸ καθένα τους ἀντιπροσωπεύει ἕνα θαῦμα!

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΟΛΕΟΝΤΙΣΣΑ ΝΗΣΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ, ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΧΡΥΣΟΛΕΟΝΤΙΣΣΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ



ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Σύμφωνα μὲ τὴν σεβαστὴν παράδοσιν ἡ Μονή, ἀρχικὰ εἶχε κτισθῆ κοντὰ εἰς τὸ παραθαλάσσιο χωριὸ Λεόντιον. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τρεῖς ἀλεπαλλήλους καταστροφάς, ἀπὸ μέρους πειρατῶν, ἀπεφάσισαν οἱ τότε πατέρες τῆς Μονῆς νὰ τὴν μεταφέρουν ὑψηλὰ σὲ βουνὸ γιὰ νὰ μὴ τὴν βλέπουν ἢ καὶ φθάνουν γρήγορα οἱ πειραταί.
Ἡ νέα πλέον Μονὴ ἀπεφασίσθη νὰ κτισθῇ πλησίον τῆς περιοχῆς εἰς τὴν ὁποίαν τώρα εὑρίσκεται ἡ Ἱ. Μονὴ Παναγίας Χρυσολεοντίσσης καὶ σὲ ἀπόστασιν περίπου 10 λεπτῶν. Κατὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τῆς νέας Μονῆς συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ καὶ παράδοξο γεγονός. Τὰ διάφορα ἐργαλεῖα τὰ ὁποῖα ἄφιναν οἱ κτῖσται εἰς τὸν χῶρον τῆς ἀνεργέσεως τὸ πρωΐ δὲν τὰ εὕρισκαν ἐκεῖ, ἀλλὰ εἰς τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται τώρα ἡ ἤδη ὑπάρχουσα Ἱ. Μονή, ἀνεργεθεῖσα κατὰ τὰ ἔτη 1600-1614. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐπανελήφθη τρεῖς φορὰς ὁπότε ἐννόησαν οἱ πατέρες καὶ οἱ κτῖσται ὅτι θέλημα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἦτο νὰ κτισθῆ τὸ Μοναστήρι εἰς τὴν σημερινήν του τοποθεσίαν. Εἰς τὴν πρώτην τοποθεσίαν ἔκτισαν ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγ. Λεοντίου τὸ ὁποῖον σώζεται μέχρι σήμερον.
Λέγεται ὅτι ἡ Μονὴ εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς νήσου Αἰγίνης. Τὸ σχῆμα τῆς Μονῆς εἶναι τετράγωνον, ὅπως καὶ τῶν Βυζαντινῶν Μοναστηρίων. Ὁ κυρίως Ναὸς εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς αὐλῆς καὶ εἰς ὑψηλότερον ἐπίπεδον. Ἐκτίσθη τὸ 1808 εἰς τὴν θέσιν παλαιοτέρου Ναοῦ βασιλικοῦ ῥυθμοῦ. Ἰδιαιτέραν ἀξίαν ἔχει τὸ μεγάλον ξυλόγλυπτον τέμπλον, μὲ πολλὰς παραστάσεις ἐκ τῆς Π. Διαθήκης, μορφὰς Ἁγίων, Ἀγγέλων, Εὐαγγελιστῶν κ.λ.π. Ὑπεράνω τῶν τριῶν θυρῶν ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή:
«+1814 Σεπτεμβρίου 26 ἔλαβε τέλος τὸ παρὸν τέμπλον».
«+διὰ συνδρομῆς Κυρίλλου ἡγουμένου Λαμπαδαρίου καὶ τῶν πατέρων».
«+ διὰ χειρῶν Ἰωάννου, Δημητρίου, Ἀθανασίου καὶ Εὐσταθίου».

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΟΛΕΟΝΤΙΣΣΗΣ ΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΝ

Ἡ μετατροπὴ τῆς Μονῆς εἰς Γυναικείαν ἐγένετο τὸ 1935 προνοίᾳ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου.
Κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1935 ἦλθεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἁγ. Τριάδος (Ἁγίου Νεκταρίου) πρὸς διακανονισμὸν ἐσωτερικῶν ὑποθέσεων καὶ ἀνάδειξιν ἡγουμένης. Ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ ἐπεσκέφθη καὶ τὴν ἀνδρώαν Μονὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Χρυσολεοντίσσης, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς ἀπόστασιν περίπου μιᾶς ὥρας ἀπὸ τὴν Μονὴν τῆς Ἁγ. Τριάδος.
Ὅταν ἔφθασε ἐκτύπησε τὴν ἐξώπορταν κατ᾿ ἐπανάληψιν χωρὶς καμίαν ἀπάντησιν· ἦτο κλειστή. Κατεβλήθησαν τότε προσπάθειαι ἀπὸ τοὺς συνοδούς του· πλὴν ὅμως δὲν κατωρθώθη ἡ διάνοιξίς της. Λυπημένος ἐπέστρεψε. Ἡ λύπη του ὅμως ἐμεγάλωσε ὅταν τὸν ἐπληροφόρησαν ὅτι οἱ μοναχοὶ ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν Μονὴν ἦσαν συνολικὰ δύο, ὁ ἱερεὺς Εὐλόγιος ποὺ διέμενεν τὸν περισσότερον καιρὸν εἰς πλησιέστερον τῆς Μονῆς χωρίον καὶ ὁ γέροντας Μοναχὸς Νικηφόρος, ποὺ διέμενε πιὸ πολὺ εἰς τὸ πατρικόν του σπίτι, κοντὰ εἰς τὴν Μονήν.
Μὲ καταφανὴ τὴν θλῖψιν εἰς τὸ πρόσωπόν του, ὁ Μακαριώτατος, διὰ τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς αὐτῆς Μονῆς ἐσκέφθη ὅπως συμβάλῃ ἀποφασιστικὰ εἰς τὴν διάσωσιν καὶ περαιτέρω ἀκμὴν τῆς ἱστορικῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Χρυσολεοντίσσης.
Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν συνεζήτησε μὲ τὴν Διακόνισσα Μαγδαληνὴν Μουστάκα, ὅπως δεχθὴ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Μονὴν μαζὶ μὲ ἄλλας τρεῖς Μοναχάς, καὶ ἔτσι, διὰ τῆς μετατροπῆς τῆς Μονῆς εἰς γυναικείαν ἀνθήσει καὶ πάλιν ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἰς τὸ ἡσυχαστικὸν περιβάλλον τῆς ἐρειπωθείσης Μονῆς.
Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀθήναν προέβη εἰς ὅλας τὰς σχετικὰς ἐνεργείας πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον καὶ τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, καὶ ἐπέτυχε τὴν μετατροπὴν τῆς Μονῆς ἀπὸ ἀνδρικὴν εἰς γυναικείαν. Ἡ σχετικὴ ἀπόφασις ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ ὑπ᾿ ἀριθμ. 551 φῦλλον τῆς Κυβερνήσεως τῆς 15.11.1935.
Μετὰ τὴν δημοσίευσιν, ἡ Διακόνισσα Μαγδαληνὴ Μουστάκα ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μακαριώτατον εἰς τὴν Ἀθήναν πρὸς συζήτησιν, ἀναφορικὰ μὲ τὴν Μονήν, διὰ νὰ λάβῃ τὸν διορισμόν της, ὡς καὶ τῶν δύο συμβούλων της Μοναχῶν Ἀγαθονίκης Γαλάρη, καὶ Εὐβούλης Καραβία.
Ἡ Διακόνισσα Μαγδαληνὴ παραλαβοῦσα τὴν Μοναχὴν Ἀγαθονίκην ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀθήναν πρὸς παραλαβὴν τῶν σχετικῶν διοριστηρίων ἐγγράφων, ὡς Ἡγουμένης τῆς ἰδίας καὶ τῶν δύο συμβούλων της. Ὁ Μακαριώτατος δι᾿ ὀλίγων ἐξῆρε τὴν ἱκανότητα καὶ τὰ πολλὰ χαρίσματα τῆς Διακονίσσης Μαγδαληνῆς, ἀλλὰ ἐτόνισε ὡσαύτως καὶ τὰς εὐθύνας καὶ δυσκολίας ποὺ θὰ συναντήσουν εἰς τὴν θεάρεστον προσπάθειαν τῆς ἀναστηλώσεως καὶ ἀναδιοργανώσεως τῆς Μονῆς εἰς πραγματικὸν καὶ ἐνάρετον κοινόβιον. Ἐτόνισεν ἐπίσης ὁ Μακαριώτατος ὅτι παρελάμβανον τὴν Ἱ. Μονὴν εἰς κατεστραμμένην κατάστασιν καὶ χωρὶς οἰκονομικοὺς πόρους. Τέλος ηὐχήθη εἰς αὐτὰς τὴν παρὰ Κυρίου πλουσίαν ἐπισκίασιν καὶ βοήθειαν, ἐπιδώσας συγχρόνως καὶ τὸ ποσὸν τῶν 6.000 δραχμῶν δι᾿ ἔξοδα μετακινήσεώς των. Ἀγοράσας δὲ πολλὰ πράγματα οἰκιακῆς χρήσεως καὶ ἄλλα χρειώδη ἐπέδωσε εἰς τὰς ἀδελφὰς διὰ τὴν Μονήν.

Οι "Παναγιές" της Νάξου (Φανερωμένη, Φιλωτίτισσα, Απεραθίτισσα, Παντάνασσα, Δροσιανή, Μυρτηδιώτισσα, Αταλιώτισσα κ.ά)


Μονή Φανερωμένης Νάξου
H Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή της Φανερωμένης 
Η Ιερά Μονή Φανερωμένης Νάξου, σχεδόν παραθαλάσσια, βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού Εγγαρές Νάξου και δυτικά του χωριού Κεραμωτή Νάξουμε την οποία συνδέεται με μονοπάτι. Απέχει περίπου 10 χλμ. βόρεια από τη Χώρα Νάξου επί του δυτικού οδικού άξονα Χώρα Νάξου - Απόλλωνας. Η Μονή αυτή χρονολογείται από τον 14ο αιώνα.
Στα τέλη του 16ου αιώνα η Μονή Φανερωμένης Νάξου κατέστη σταυροπηγιακή Μονή μετά από σχετική απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Θεολήπτου του Α΄ με συνέπεια να τύχει ειδικών προνομίων επί Τουρκοκρατίας.

Κατά τη θρησκευτική παράδοση η ίδρυσή της, έχει ταυτιστεί με ανεύρεση εικόνας της Παναγίας από πλήρωμα πλοίου που κινδύνεψε στη περιοχή, παρά ταύτα η ακριβής χρονολογία ίδρυσης είναι άγνωστη. Είναι κτισμένη σε μορφή ενετικού πύργου σε ύψωμα και ακριβώς έναντι του ομώνυμου όρμου Φανερωμένης απ΄ όπου και δεσπόζει της όλης γύρω ΒΔ. ακτής της νήσου. Η μεγαλύτερη ακμή της Μονής Φανερωμένης Νάξου ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα. Σημαντικοί ηγούμενοι της Μονής Φανερωμένης ήταν ο Δωρόθεος (Τζιώτης) που το 1826 δημιουργεί δύο από τα πρώτα διδακτήρια της Νάξου, ο Ηλίας Γεωργιάδης, καθώς επίσης και ο μετέπειτα, Άγιος Αρσένιος της Πάρου κ.ά. Παλαιότερα στη Μονή Φανερωμένης υπάγονταν και πολλά μετόχια της Νάξου.

H Ιερά Μονή Φανερωμένης Νάξου είναι αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου, εορτάζει επί τριήμερο το 15Αύγουστο, είναι ανδρώα μονή με έναν Ηγούμενο και έναν μοναχό και διοικητικά υπάγεται στο ορεινό χωριό Κωμιακή Νάξου, που βρίσκεται στη ΒΑ. πλευρά της Νήσου.

Σύναξη της Παναγιάς της Φιλωτίτισσας στην Νάξο
Ημερομηνία εορτής: 15/08/2013
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 15 Αυγούστου εκάστου έτους.
Άγιοι που εορτάζουν: Συναξη Της Παναγιας Της Φιλωτιτισσας Στην Ναξο


Βιογραφία
Για την Παναγιά την Φιλωτίτισσα στην Νάξο, γράφει η Παναγιώτα Κωνσταντοπούλου-Δωρή στο βιβλίο της «Ἡ πωλυώνυμη Δέσποινα», Τόμος Β´, §69, σελ. 250-255, Αθήνα 2001 μ.Χ.

«Περικαλλὴς ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ «Φιλώτι» (Φιλώτιον) τῆς νήσου Νάξου, κείμενος εἰς τὸ κέντρον (πλατεῖαν) τῶν συγκροτούντων τὸ Φιλώτιον σήμερον δύο χωρίων Κλέφαρος (Βλέβαρον) καὶ Ῥαχίδιον, τιμώμενος ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγ.). Ἡ προσωνυμία του εἶναι Παναγία ἡ Φιλωτίτισσα, προερχομένη σαφῶς ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ χωριοῦ. Δὲν εἶναι γνωστὸν πότε προσεδόθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡ ὀνομασία αὕτη. Φαίνεται μᾶλλον πιθανόν, ὅτι προσεδόθη ἔκπαλαι, δηλαδή, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ, δοθέντος ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ εἶναι ἀρχαῖον.

Ὡς χρόνος ἀρχικῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Νικ. Κεφαλληνιάδη («Παναγία ἡ Φιλιώτισσα» 1971, σ.7 ἔπ.) ὑποστηριζόμενην ἄποψιν καὶ τὰς παρ᾿ αὐτοῦ ἐπικαλουμένας ἱστορικὰς πηγάς, ἐν αἶς κυρίως τὸ ὑπὸ χρονολογίαν 17 Ὀκτωβρίου 1714 ἱκετήριον γράμμα τῶν Φιλωτιτῶν πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κοσμᾶν τὸν ἀπὸ Ἀλεξανδρείας, δέον νὰ θεωρηθῇ ἡ ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081-1118) ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, γενικῶς, ἡ διάρκεια τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν (1071-1204). Ἡ Ἐκκλησία αὕτη, κατὰ τὰς αὐτὰς ὡς ἄνω ἱστορικὰς πηγᾶς, ὑφίστατο μέχρι τοῦ 1544, ὅτε κατεστράφη ὑπὸ πειρατῶν, παραμείνασα ἔκτοτε ἐν ἐρειπώσει ἐπὶ μακρόν. Εἰς τὴν θέσιν ταύτης ἀνηγέρθη βραδύτερον ὁ σημερινὸς ναός, ἐγκαινιασθείς, ὡς κατωτέρω ἐκτίθεται, τὴν 1ην Αὐγούστου 1718. Πρόκειται οὐσιαστικῶς περὶ ἀνεγέρσεως, εἰς τὴν θέσιν τοῦ παλαιοῦ ναοῦ, νέου περικαλλοῦς οἰκοδομήματος, ὑπὸ τὸ αὐτὸ ὅμως ὄνομα καὶ ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἅγιον, δηλονότι τὴν Παναγίαν τὴν Φιλωτίτισσαν. Εἶναι ἐνδιαφέρον, πρὸ τῆς περιγραφῆς τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, νὰ ἐκτεθῆ τὸ λίαν συγκλονιστικὸν ἱστορικόν της ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ τούτου, ἁπτόμενον καὶ τῶν ἐθνικῶν ἐξάρσεων τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν περίοδον τῆς δουλείας καὶ τοῦ μεγαλείου της ἑλληνικῆς ψυχῆς, ὡς τὸ ἱστορικὸν τοῦτο προκύπτει ἐκ τοῦ προαναφερομένου βιβλίου τοῦ Νίκ. Κεφαλληνιάδη, ἔχοντος ἐν συνόψει ὡς ἑξῆς:

Κατὰ τὴν παράδοσιν, τῷ 1690 καὶ δὴ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (23 Ἀπρ.), εἰς τὴν ἀγροτικὴν περιοχὴν τοῦ Καλαντοῦ (κατὰ τὸ νότιον ἄκρον τῆς νήσου), ἐξέσπασε μία ξαφνικὴ καὶ ἀσυνήθης διὰ τὴν ἐποχὴν κακοκαιρία, καθ᾿ ἣν ἄγριος νότιος ἄνεμος μετὰ καταρρακτώδους βροχῆς ἐσάρωνε τὰ πάντα, οἱ δὲ κάτοικοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ποιμένες, ἔντρομοι εἰχον καταφύγει εἰς τὰς καλύβας των σταυροκοπούμενοι καὶ ἱκετεύοντες τὸν Θεὸν νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ὁ Στέφανος Ψαρρᾶς ἢ Λούμπας, ἀπὸ τὸ Φιλώτι, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐκεῖ κτήματα καὶ τὰ γιδοπρόβατά του. Ἦτο γενναῖος καὶ φιλόξενος ἄνθρωπος καὶ ἐκ τῶν πρώτων νοικοκυραίων τοῦ Φιλωτίου. Τὸν ἔλεγαν ἀκόμη καὶ Ἀναγνώστην, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὀλίγα γράμματα καὶ ἐβοήθει τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς Ἐκκλησίας.

Τὴν ὥραν τῆς κακοκαιρίας ἔρριψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὴν θάλασσαν μεταξὺ Νάξου καὶ Ἴου καὶ παρετήρησεν ἕνα ἱστιοφόρον νὰ κλυδωνίζεται εἰς τὰ πελώρια κύματα καὶ νὰ ὠθῆται πρὸς τὰ βράχια της ἀκτῆς. Ἀντελήφθη ἀμέσως, ὅτι τὸ πλοῖον διέτρεχεν ἄμεσον κίνδυνον νὰ προσκρούσῃ ἐπὶ τῶν βραχοῦν καὶ νὰ καταστραφῇ. Χωρὶς νὰ χάσῃ χρόνον, ἐξῆλθε ἀμέσως ἀπὸ τὴν καλύβην του, ἐκάλεσε καὶ ἄλλους γείτονας τοῦ ποιμένας καὶ ἔτρεξαν ὅλοι πρὸς τὸ μέρος, ὁποὺ ὠθεῖτο τὸ πλοῖον. Δὲν ἠδυνήθησαν ὅμως νὰ προλάβουν, καὶ τὸ σκάφος μετὰ πάταγου ἐπέπεσεν εἰς τοὺς βράχους καὶ ἐκόπηκε εἰς τὰ τρία. Ὅλοι οἱ ἐπιβαίνοντες ἔπεσαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπὸ τοὺς τριάκοντα ἐπιβάτας ἐσώθησαν μόνον δέκα, καὶ αὐτοὶ τραυματισμένοι καὶ μισοπεθαμένοι. Τὸ πλοῖον ἦτο τουρκικὸν καὶ οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦρκοι.

Παναγία ἡ Φιλωτίτισσα Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Παναγιώτας Κωνσταντοπούλου-Δωρῆ,


Ἡ πωλυώνυμη Δέσποινα, Τόμος Β´, §69, σελ. 250-255, Ἀθήνα 2001
Περικαλλὴς ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ «Φιλώτι» (Φιλώτιον) τῆς νήσου Νάξου, κείμενος εἰς τὸ κέντρον (πλατεῖαν) τῶν συγκροτούντων τὸ Φιλώτιον σήμερον δύο χωρίων Κλέφαρος (Βλέβαρον) καὶ Ῥαχίδιον, τιμώμενος ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγ.). Ἡ προσωνυμία του εἶναι Παναγία ἡ Φιλωτίτισσα, προερχομένη σαφῶς ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ χωριοῦ. Δὲν εἶναι γνωστὸν πότε προσεδόθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡ ὀνομασία αὕτη. Φαίνεται μᾶλλον πιθανόν, ὅτι προσεδόθη ἔκπαλαι, δηλαδή, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ, δοθέντος ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ εἶναι ἀρχαῖον.
Ὡς χρόνος ἀρχικῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Νικ. Κεφαλληνιάδη («Παναγία ἡ Φιλιώτισσα» 1971, σ.7 ἔπ.) ὑποστηριζόμενην ἄποψιν καὶ τὰς παρ᾿ αὐτοῦ ἐπικαλουμένας ἱστορικὰς πηγάς, ἐν αἶς κυρίως τὸ ὑπὸ χρονολογίαν 17 Ὀκτωβρίου 1714 ἱκετήριον γράμμα τῶν Φιλωτιτῶν πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κοσμᾶν τὸν ἀπὸ Ἀλεξανδρείας, δέον νὰ θεωρηθῇ ἡ ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081-1118) ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, γενικῶς, ἡ διάρκεια τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν (1071-1204). Ἡ Ἐκκλησία αὕτη, κατὰ τὰς αὐτὰς ὡς ἄνω ἱστορικὰς πηγᾶς, ὑφίστατο μέχρι τοῦ 1544, ὅτε κατεστράφη ὑπὸ πειρατῶν, παραμείνασα ἔκτοτε ἐν ἐρειπώσει ἐπὶ μακρόν. Εἰς τὴν θέσιν ταύτης ἀνηγέρθη βραδύτερον ὁ σημερινὸς ναός, ἐγκαινιασθείς, ὡς κατωτέρω ἐκτίθεται, τὴν 1ην Αὐγούστου 1718. Πρόκειται οὐσιαστικῶς περὶ ἀνεγέρσεως, εἰς τὴν θέσιν τοῦ παλαιοῦ ναοῦ, νέου περικαλλοῦς οἰκοδομήματος, ὑπὸ τὸ αὐτὸ ὅμως ὄνομα καὶ ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἅγιον, δηλονότι τὴν Παναγίαν τὴν Φιλωτίτισσαν. Εἶναι ἐνδιαφέρον, πρὸ τῆς περιγραφῆς τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, νὰ ἐκτεθῆ τὸ λίαν συγκλονιστικὸν ἱστορικόν της ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ τούτου, ἁπτόμενον καὶ τῶν ἐθνικῶν ἐξάρσεων τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν περίοδον τῆς δουλείας καὶ τοῦ μεγαλείου της ἑλληνικῆς ψυχῆς, ὡς τὸ ἱστορικὸν τοῦτο προκύπτει ἐκ τοῦ προαναφερομένου βιβλίου τοῦ Νίκ. Κεφαλληνιάδη, ἔχοντος ἐν συνόψει ὡς ἑξῆς:
Κατὰ τὴν παράδοσιν, τῷ 1690 καὶ δὴ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (23 Ἀπρ.), εἰς τὴν ἀγροτικὴν περιοχὴν τοῦ Καλαντοῦ (κατὰ τὸ νότιον ἄκρον τῆς νήσου), ἐξέσπασε μία ξαφνικὴ καὶ ἀσυνήθης διὰ τὴν ἐποχὴν κακοκαιρία, καθ᾿ ἣν ἄγριος νότιος ἄνεμος μετὰ καταρρακτώδους βροχῆς ἐσάρωνε τὰ πάντα, οἱ δὲ κάτοικοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ποιμένες, ἔντρομοι εἶχον καταφύγει εἰς τὰς καλύβας των σταυροκοπούμενοι καὶ ἱκετεύοντες τὸν Θεὸν νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ὁ Στέφανος Ψαρρᾶς ἢ Λούμπας, ἀπὸ τὸ Φιλώτι, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐκεῖ κτήματα καὶ τὰ γιδοπρόβατά του. Ἦτο γενναῖος καὶ φιλόξενος ἄνθρωπος καὶ ἐκ τῶν πρώτων νοικοκυραίων τοῦ Φιλωτίου. Τὸν ἔλεγαν ἀκόμη καὶ Ἀναγνώστην, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὀλίγα γράμματα καὶ ἐβοήθει τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς Ἐκκλησίας.
Τὴν ὥραν τῆς κακοκαιρίας ἔρριψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὴν θάλασσαν μεταξὺ Νάξου καὶ Ἴου καὶ παρετήρησεν ἕνα ἱστιοφόρον νὰ κλυδωνίζεται εἰς τὰ πελώρια κύματα καὶ νὰ ὠθῆται πρὸς τὰ βράχια της ἀκτῆς. Ἀντελήφθη ἀμέσως, ὅτι τὸ πλοῖον διέτρεχεν ἄμεσον κίνδυνον νὰ προσκρούσῃ ἐπὶ τῶν βραχοῦν καὶ νὰ καταστραφῇ. Χωρὶς νὰ χάσῃ χρόνον, ἐξῆλθε ἀμέσως ἀπὸ τὴν καλύβην του, ἐκάλεσε καὶ ἄλλους γείτονας τοῦ ποιμένας καὶ ἔτρεξαν ὅλοι πρὸς τὸ μέρος, ὁποὺ ὠθεῖτο τὸ πλοῖον. Δὲν ἠδυνήθησαν ὅμως νὰ προλάβουν, καὶ τὸ σκάφος μετὰ πάταγου ἐπέπεσεν εἰς τοὺς βράχους καὶ ἐκόπηκε εἰς τὰ τρία. Ὅλοι οἱ ἐπιβαίνοντες ἔπεσαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπὸ τοὺς τριάκοντα ἐπιβάτας ἐσώθησαν μόνον δέκα, καὶ αὐτοὶ τραυματισμένοι καὶ μισοπεθαμένοι. Τὸ πλοῖον ἦτο τουρκικὸν καὶ οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦρκοι.

Παναγία ἡ Κρυσταλλένια Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Παναγιώτας Κωνσταντοπούλου-Δωρῆ, Ἡ πωλυώνυμη Δέσποινα, Τόμος Γ´, §26, σελ. 134-137, Ἀθήνα 2001


Παρὰ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Λασιθίου καὶ εἰς μικρὰν σχετικῶς ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ χωριοῦ Τζερμιάδες (ὑψόμ. 850 μ.) κεῖται ἡ παλαιὰ καὶ ἱστορικὴ μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Κρυσταλλένιας (ἢ Κρουσταλλένιας), τιμώμενη ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Εἶναι κτισμένη ἐπὶ βραχώδους λόφου, καταφύτου ἀπὸ πρίνους καὶ σφενδάμους αἰωνοβίους καλυπτομένους ἀπὸ κισσούς. Ἔμπροσθέν της ἁπλώνεται ἡ πεδιὰς τοῦ ὀροπεδίου, θεωμένη ὡς ἀπὸ ἐξώστου, ὕψους περὶ τὰ 25 μέτρα. Εἰς τὸν περίβολον τῆς μονῆς δώδεκα ὑψίκορμοι πρίνοι, τῶν ὁποίων αἱ ρίζαι ἔχουν ἐναγκαλισθῆ τὸν γκριζόασπρον βράχον, ἐν συνδυασμῷ καὶ πρὸς τοὺς «σφιγκτῆρας» κισσούς, παρέχουν ἕνα πολὺ ἀσύνηθες θέαμα. Ἀλλά, δυστυχῶς, οὔτε μοναχοί, οὔτε ἡγούμενος ὑπάρχουν ἐκεῖ· ἡ καμπάνα τοῦ ἄλλοτε ἀκμάζοντος μοναστηρίου δὲν ἀκούεται πλέον.
Ἡ προσωνυμία Κρυσταλλένια δυνατὸν νὰ ὀφείλεται: α) εἴτε εἰς εὑρεθεῖσαν (ἐντὸς κοιλώματος βράχου) εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπὶ τεμαχίου κρυστάλλου, β) εἴτε εἰς τὸ ὄνομα Κρουστάλλω, τὸ ὁποῖον ἔφερε γυναίκα, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Παναγία ὑπέδειξε σπήλαιον, ἔνθα εὑρέθη ἡ ἁγία Αὐτῆς εἰκὼν καὶ γ) εἴτε εἰς τὸ ἀποδιδόμενον εἰς τὴν Παναγίαν κοσμητικὸν ἐπίθετον «Κρυσταλλένια», ἀπηχοῦν τὴν ὡραιότητα τῆς μορφῆς της, ἀπαστραπτούσης ὡς «λαμπερὸν» κρύσταλλον. Πιθανοτέρα φαίνεται, μᾶλλον, ἡ πρώτη ἐκδοχή, τῆς εἰκόνος δηλαδὴ ἐπὶ κρυστάλλου. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τῆς βασιμότητος ταύτης ἢ ἐκείνης τῆς ἐκδοχῆς, ἓν εἶναι βέβαιον: ὅτι ὁ λαὸς ἀποκαλεῖ τὴν Παναγίαν Κρυσταλλένιαν, διὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν τρυφερότητα μὲ τὴν ὁποίαν περιβάλλει τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Μητέρα τῶν Χριστιανῶν.
Ὡς πρὸς τὸν χρόνον ἱδρύσεως τῆς μονῆς ταύτης, ὑποστηρίζονται δύο ἀπόψεις: Κατὰ τὴν μίαν, ἡ ἵδρυσις ἀνάγεται εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Ἑνετοκρατίας (1211), ὅπερ συνάγεται ἐκ τοῦ ὅτι σώζεται ἐπιγραφή, ἐντοιχισμένη ἄλλοτε εἰς τὸ ὑπέρθυρον τοῦ ναοῦ, φέρουσα χρονολογίαν 1241, καὶ ἐκ τοῦ ὅτι τὴν 20 Ἰουλίου 1272, συνελθόντες οἱ ἐπαναστᾶται, κατὰ τὴν μεγάλην ἐναντίον τῶν Ἐνετῶν ἐπανάστασιν τῶν Κρητῶν, ἐτέλεσαν ἐκεῖ πάνδημον δέησιν ὑπὲρ εὐοδώσεως τοῦ ἀγῶνος. Κατὰ τὴν ἑτέραν ἄποψιν, ἡ ἵδρυσις ἔλαβε χώραν πολὺ βραδύτερον, ἤτοι μετὰ τὸ 1540, ὅτε ἡ Βενετία ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταστήσῃ εἰς τὸ Λασίθι τοὺς πρόσφυγας ἀπὸ τὸ Ναύπλιον καὶ τὴν Μονεμβασίαν, μετὰ τὴν ἅλωσιν τούτων ὑπὸ τῶν τούρκων (1540). Ὡς ἱδρύτρια φέρεται ἡ θυγάτηρ τοῦ εὐγενοῦς Φραγκίσκου Ντανασσῆ (De Nassin) Παλλαδία, πρώην ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου εἰς τὰ Καλάβρυτα (ἀνδρῴα μονή;). Αἱ πληροφορίαι αὗται ἀναφέρονται εἴς τε τὸ λῆμμα «Κρυσταλλένιας Μονὴ» (Θ.Η.Ε. τόμ. 7, 1057, ἄρθρον Θεοδ. Τζεδάκη) καὶ εἰς Στεργ. Σπανάκη (Κρήτη, τόμ. Α´, σ. 341), ὑπὸ τὰς ἐν ταῖς πηγαῖς ταύταις διακρίσεις. Ἀναφέρεται προσέτι, ὅτι ἡ ὡς ἄνω ἱδρύτρια (Παλλαδία Ντανασσῆ) ἐμφανίζεται, μετὰ τῆς ἀδελφῆς της Θεοκλήτης (ἡγουμένης τῆς Μονῆς Ἁγ. Πελαγίας), κατὰ τὸ 1583, ὡς ὀφειλέτις σίτου εἰς τὸ Ἑνετικὸν Δημόσιον. Περαιτέρω, ἡ μονὴ αὕτη ἀναφέρεται καὶ εἰς κώδικα (ἀρ. 18) τοῦ τουρκικοῦ Ἀρχείου Ἡρακλείου, ὡς λειτουργοῦσα κατὰ τὸ ἔτος 1756.

Παναγία Παντάνασσα, προστάτις Σικίνου Ἡ θαυματουργὸς εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου


Γράφει ὁ πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος,
Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Σικίνου
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, στὸ μικρὸ νησὶ τῆς Σίκινου, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῶν νησιῶν Ἴου καὶ Φολεγάνδρου καὶ βόρεια τῆς Σαντορίνης, ὑπῆρχαν πολλὲς ἰδιόκτητες ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν καὶ τὸν ἐφημέριό τους. Στὸν ἐφημέριο λοιπὸν μίας ἐξ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη τὸ παρακάτω θαυμαστὸ γεγονός.
Ἕνα βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο του μία θαυμάσια καὶ μεγαλοπρεπῆ γυναίκα, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ πάει στὸ βόρειο μέρος τοῦ νησιοῦ, στὴ θέση τοῦ Καρρᾶ, στὸ αὐλάκι νὰ τὴν παραλάβει. Τὸ πρωὶ ὁ Ἱερέας διηγήθηκε τὸ ὄνειρό του στὴν πρεσβυτέρα καὶ ἡ ὁποία ὅμως τὸν συμβούλευσε νὰ μὴν δίνει προσοχὴ στὰ ὄνειρα. Αὐτὸ τὸ ὄνειρο ἐπαναλήφθηκε καὶ τὴν ἑπομένη βραδιὰ καὶ ὁ Ἱερέας πάλι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν ἀποτροπὴ τῆς πρεσβυτέρας του, ἀδιαφόρησε. Τὴν τρίτη βραδιὰ παρουσιάστηκε καὶ πάλι ἡ ὀπτασία αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς γυναίκας, ἡ ὁποία τὸν ἔλεγξε γιὰ τὴν ἀπιστία του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἂν δὲν πάει, θὰ πάθει μεγάλο κακό.
Ἔντρομος ὁ Ἱερέας ξύπνησε, φόρεσε τὸ ράσο του καὶ χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανέναν τίποτα, ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὸ μέρος ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ γυναίκα στὸν ὕπνο του. Μόλις ἔφτασε στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν βραχῶδες καὶ παραθαλάσσιο, εἶδε φῶς (σὰν καντήλι) πάνω στὴ θάλασσα καὶ κοντὰ στὴν ἀκτή. Ὅταν πλησίασε, ἀντὶ τοῦ φωτὸς εἶδε μία εἰκόνα ποὺ στεκόταν ὄρθια πάνω στὴ θάλασσα. Ἀμέσως ἔβγαλε τὰ ὑποδήματά του, ἀνασκούμπωσε τὸ ῥάσο του καὶ μπῆκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πιάσει τὴν εἰκόνα. Ὅσο ὅμως ὁ ἱερέας πλησίαζε, τόσο ἀπομακρύνονταν ἡ Ἁγία Εἰκόνα στὴ θάλασσα. Ἐνῷ συνέχισε κολυμπώντας, ὅλες οἱ προσπάθειες ἀπέβαιναν μάταιες.
Ἀπελπισμένος ὁ Ἱερέας βγῆκε ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν κωμόπολη. Ἐκεῖ ἀνακοίνωσε τὸ γεγονὸς καὶ μὲ κωδωνοκρουσίες ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἐνδεδυμένοι μὲ τὰ ἄμφιά τους καθὼς καὶ ὁ λαὸς μὲ λαμπάδες καὶ ἑξαπτέρυγα ἀναχώρησαν γιὰ τὸ προαναφερθὲν σημεῖο καὶ εἶδαν τὴν ἁγία εἰκόνα νὰ στέκεται ὄρθια ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Τότε ὁ ἱερέας ποὺ εἶχε δεῖ τὸ ὅραμα, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ἔτσι μπόρεσε καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὴ θάλασσα τὴν Ἁγία Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Στὴν συνέχεια ἐν πομπῇ καὶ μὲ ψαλμοὺς μετέφεραν τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Προδρόμου, ὅπου ἦταν ἐφημέριος ὁ Ἱερέας.

Γέρων Νεκτάριος Μοναχὸς Ἁγιορείτης Παναγία ἡ Ἀρβανίτισσα ΟΥΡΑΝΙΑ ΕΚΠΛΗΞΗ: Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΡΒΑΝΙΤΙΣΣΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΣΩΦΡΟΝΑΣ



Ὁ ρωμαίικος χαρακτήρας σωτήριος διέξοδος στὴν ἀπώλεια τοῦ ἔθνους

(Συνέγραψα τὴν 2.10.2006, Ἅγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης,
στὴν Ἱερὰ Καλύβη Ἁγίας Τριάδος - Ἱερᾶς Σκήτεως Κουτλουμουσίου).

Εἰς τὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ εἶπε ὅτι εἶναι, καὶ ὄντως εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀγάπη, τὸ Φῶς, ὁ Ποιμὴν ὁ καλός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν.
Γνωρίζω ἕναν χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος πολλὲς φορὲς ἀναρωτιέται, πόσες ἀκόμα περισσότερες εὐχαριστίες πρέπει νὰ ἀναπέμψω στὸν Κύριο Ἰησοῦ γιὰ τὴν χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε νὰ μὲ συναρπάζῃ ἡ δική του ἀλήθεια. Ὠφελοῦμαι, λέει, ἀκόμα καὶ ὅταν τὴν ἀγνοῶ, καὶ μὲ ἕναν σοφὸ ὅσο καὶ ἁπλὸ τρόπο μοῦ τὴν ἀποκαλύπτει. Ταπεινώνομαι γιὰ τὴν ἄγνοιά μου, προσδιορίζω ἀκριβῶς τὴν μικρότητά μου, καὶ αὐτὴ ἡ φωτογράφηση σὲ λεπτομέρεια τοῦ ἑαυτοῦ μου ὁλοκληρώνεται μὲ ἀκόμα ἕνα θεῖο δῶρο, αὐτὸ τῆς κατὰ Θεὸν «αὐτογνωσίας». Ὅταν κατέχω τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ χάρη Του, ἡ βεβαιότητα στὴν καρδιά μου εἶναι ἀνίκητη. Γίνομαι ἄτρεπτος στὶς προτάσεις γιὰ ἀλλαγὴ στάσης ζωῆς, παρ᾿ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ φθάνουν ἕως τὸν χλευασμό, τὴν ὕβρη ἢ καὶ τὴν συκοφαντία. Ἡ καρτερικότητα καὶ ἡ ὑπομονή, «ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν», βιάζει τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ ἔρχονται πλούσια σὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μου.
Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μοῦ ἀποκαλύπτει ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ τεκμηριώσω τὴν ὀρθότητα αὐτῆς τῆς στάσης ζωῆς ἕως τὴν τελικὴ νίκη, πρῶτα στὸν ἑαυτό μου καὶ μετὰ στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Αὐτὸς ὁ κόσμος ποὺ ἀπροκάλυπτα πλέον, ὅταν βλέπη κάποιον ὁ ὁποῖος δὲν ἀλλάζει συχνὰ στάση ζωῆς κατὰ τὸ πρότυπο τῆς αἱρέσεως τῶν Προτεσταντῶν, τὸν ἀποκαλεῖ «Ξεροκέφαλο Ἀρβανίτη». Ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὸ σατανικὸ σχέδιο ποὺ ἐνεργεῖται ἕως καὶ τὶς ἡμέρες μας, νὰ χλευασθοῦν καὶ νὰ «λουφάξουν» οἱ «ΡΩΜΗΟΙ» (1) ποὺ ἔδωσαν πνοὴ στὸ «Ρωμαίικο», γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὑποστατικὴ σύνδεση Ρωμιοῦ καὶ Ρωμιοσύνης, καὶ ἔτσι σὺν τῷ χρόνῳ νὰ ξεχασθοῦν καὶ τὰ δυὸ καὶ νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ δυὸ βλαπτικὰ ἢ ἀκόμα καὶ ἐχθρικὰ γιὰ τὸ Νεοελληνικὸ ἐθνικὸ κράτος. Ἡ ἀλλοίωση ἱστορικῶν γεγονότων, ἀκόμα καὶ βίων Νεομαρτύρων, ὅλα σὲ βάρος τῶν πρωτοελλήνων καὶ πρωτοηρώων Ἀρβανιτῶν, ἡ εὐτραπελία σὲ βάρος τῶν Ποντίων καὶ τῶν Βλάχων, ἐπιβεβαιώνει τὴν παραπάνω τοποθέτηση.

Παναγία Νεαμονήτισσα καὶ Νέα Μονὴ Χίου



Εὕρεση τῆς Ἁγίας Εἰκόνας καὶ ἀνέγερση τῆς Νέας Μονῆς

Οἱ τρισμακάριστοι καὶ θειότατοι πατέρες, Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, εἶναι γεννήματα καὶ θρέμματα τῆς νήσου Χίου. Δὲν γνωρίζουμε νὰ ποῦμε ἀκριβῶς ἐὰν ἦταν ἀπὸ τὴ Χώρα ἢ ἀπὸ κάποιο χωριό. Θὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἐπιθυμητὸ νὰ ξέρουμε τὴν πατρίδα τους, τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τους καὶ πῶς πῆραν τὴν εὐλογημένη ἀπόφαση νὰ μονάσουν καὶ νὰ δοθοῦν «ψυχῇ τε καὶ σώματι» στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Συμπεραίνουμε ὅμως ὅτι θεῖος ἔρωτας φούντωσε στὶς τρυφερὲς καὶ ἁγνὲς καρδιές τους καὶ ἔτσι τοὺς βρίσκουμε νὰ ἀγωνίζονται τὸν ἀγῶνα τὸν καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ποιὰ ἀκριβῶς χρονολογία ἀσκήτεψαν.
Περὶ τὸ 1036-1042 μ.Χ., ὅταν στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευαν ὁ Μιχαὴλ Δ´ ὁ Παφλαγὼν καὶ μετέπειτα ὁ Μιχαὴλ Ε´ ὁ Καλαφάτης, ἀνεφάνησαν καὶ ἔγιναν γνωστοὶ στὸν κόσμο οἱ ὅσιοι Πατέρες. Ὁ τόπος, ὅπου ἀσκήτεψαν, ἦταν ἕνα ψηλὸ βουνό, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Προβάτειον Ὄρος. Στὴν ἀρχὴ ἦταν μόνον οἱ δύο αὐτάδελφοι Νικήτας καὶ Ἰωάννης. Κατόπιν ἦρθε νὰ προστεθεῖ μαζί τους καὶ ὁ μακάριος Ἰωσήφ. Ἐπιθυμοῦσαν πολὺ νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιθυμία καταφρονώντας ὅλα τὰ γήινα καὶ πρόσκαιρα καὶ ἀναζητώντας τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια.
Γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίστηκαν καὶ ἔφτασαν σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῶν, ἀφοῦ γιὰ πρότυπο καὶ παράδειμά τους εἶχαν τὴν ἀσκητικὴ πολιτεία τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση ἀκολούθησαν. Βασάνιζαν καὶ σκληραγωγοῦσαν τὸ σῶμα τους μὲ νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία καὶ ἐγκράτεια καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα γεύονταν λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Ἀνέπαυαν μὲ λίγο ὕπνο τὸ σῶμα τους ὄχι σὲ στρῶμα, ἀλλὰ κατάχαμα στὴ γῆ καὶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς τους τὸν ξόδευαν σὲ ὁλονύκτιες στάσεις καὶ ὁλημερινὲς προσευχές. Μὰ καὶ ὁ τόπος ποὺ ἀσκήτευαν δὲν ἦταν εὔκολος. Ὅπως εἴπαμε, ἦταν βουνὸ πετρῶδες, δυσκολοπερπάτητο, χωρὶς νερὸ ἐκεῖ κοντά. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ψηλὸ καθὼς ἦταν τὸ βουνό, τὸ χτυποῦσαν οἱ ἄνεμοι ἀπὸ παντοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ χειμῶνα ἔκανε ὑπερβολικὸ κρύο καὶ ἔπεφταν πολλὰ χιόνια. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες αὐτοὺς ποὺ χωρὶς γογγυσμὸ ὑπέμεναν ὁ Θεὸς τοὺς ἀξίωσε νὰ ἁρπάζονται σὲ θεῖες θεωρίες. Μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει ἔβλεπαν πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα φῶς νὰ λάμπει μέσα στὸ δάσος. Κατέβαιναν μὲ μεγάλη προθυμία τὴν ἡμέρα θέλοντας νὰ δοῦν τί ἦταν ἐκεῖνο τὸ φῶς στὸ δάσος, ἀλλά, ἐνῶ πλησίαζαν, χανόταν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ βροῦν. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἔτσι πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ κάψουν τὸ δάσος καί, ἐὰν ἦταν ἐκ Θεοῦ τὸ φῶς ποὺ ἔβλεπαν, ὁ τόπος ἐκεῖνος δὲ θὰ καιγόταν. Οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς ἄρχισαν νὰ καῖνε τὸ πανέμορφο δάσος. Φτάνοντας ὅμως στὸ σημεῖο ποὺ ἔβγαινε τὸ φῶς ἡ φωτιὰ ἔσβησε χωρὶς νὰ τὸ κάψει. Ἀμέσως λοιπὸν οἱ Ὅσιοι, μόλις εἶδαν τὴν πυρκαγιὰ νὰ σβήνει, πλησίασαν καὶ μὲ ἔκπληξη εἶδαν μιὰ μυρσίνη ἀπείρακτη ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ μιὰ Ἁγία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος στὰ κλαδιά της. Ἡ Θεομήτωρ Μαρία εἰκονιζόταν μόνη της, χωρὶς τὸ μονογενὲς βρέφος της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Πῶς ἡ εἰκόνα βρέθηκε στὴ μυρσίνη δὲν εἶναι γνωστό.

Ιστορικές εικόνες της ” Πρόσφυγος ” Παναγίας στον Ελλαδικό χώρο.


 Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Τα δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού(1919) και της Μικρασιατικής καταστροφής(1922) έγιναν αφορμή να μεταφερθούν ιερές Θεομητορικές εικόνες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία στην Ελλάδα.Μερικές από αυτές αναφέρονται παρακάτω.
Παναγία Σουμελά 
Η Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει λόγω και της προχωρημένης ηλικίας του και γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».
H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας.,
Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.
Παναγία η Μηχανιώτισσα 

Η Νέα Μηχανιώνα συνδέεται άρρηκτα με την Παναγία Φανερωμένη, στην οποία οφείλει και την μεγάλη φήμη της. Είναι ο νέος τόπος, τον οποίο «ηηρετίσατο είς κατοικίαν έαυτής», όταν, μετά την φοβερή Μικρασιατική καταστροφή, οι ξεριζωμένοι Μηχανιώτες της Χερσονήσου της Κυζίκου εγκαταστήθηκαν, ως πρόσφυγες, εδώ, φέρνοντας μαζί τους ό,τι ποιο ιερό είχαν, την Αγία και Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ήταν γι΄αυτούς πάντοτε «έν ταίς θλίψεσι βοηθός» και «έν τοίς κινδύνοις ρύστις και προστάτις έν τοίς πειρατηρίοις .»
Παναγία η Βουρλιώτισσα
Η Παναγία η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα της οποίας ο ιερός Ναός βρίσκεται στην συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Βρυούλων, τιμάται ως πολιούχος της Νέας Φιλαδέλφειας, μιας αμιγώς προσφυγικής μητρόπολης. Ο εορτασμός της Ιεράς Θαυματουργού εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία φυλάσσεται ως πολύτιμο θησαύρισμα από το έτος 1927, οπότε και μεταφέρθηκε από τα μαρτυρικά Βουρλά της Μικράς Ασίας, θα πραγματοποιείται την πρώτη Κυριακή του μήνα Οκτωβρίου όπως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ Κωνσταντίνου.
Ο χώρος που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας, ήταν έρημος και γεμάτος βουρλιές, γι’ αυτό και τα Βουρλά πήραν το όνομά τους, διότι ο τόπος τριγύρω είχε πολλές βουρλιές. Ενας βοσκός που έβοσκε εκεί το κοπάδι του, έβλεπε τις νύχτες να φέγει ανάμεσα στα χόρτα, κάποιο φως, αλλά και την ημέρα έβλεπε κάποιο πρόβατό να πηγαίνει προς τα κει και να χάνεται μέσα στη πυκνή βλάστηση.
Το παρακολούθησε ο βοσκός και τότε ανακάλυψε ότι εκεί έτρεχε ένα μικρό ποταμάκι σαν Αγίασμα, αλλά υπήρχε και μια εικόνα, θαυμαστής τέχνης. Ο βοσκός γονάτισε, σταυροκοπήθηκε και πήρε την εικόνα. Το γεγονός μαθεύτηκε και οι Χριστιανοί με ευλάβεια, έχτισαν καταρχήν μικρή εκκλησία για να φυλάξουν το μικρό εικόνισμα και την ονόμασαν Εύρεση.
Το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο, σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.
Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Αγιο Λουκά. Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει ήταν βυζαντινών χρόνων και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καρά – Παναγία, δηλαδή Μαύρη – Παναγιά. Ολο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα, έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστοιύ, ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω δε στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για τη θαυματουργή αυτή εκόνα μιλούσαν όχι μόνο στη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρή Ασία. Μάλιστα, και οι Τούρκοι λένε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία. Το δεκαπενταύγουστο σύρρεε στα Βουρλά, πληθώρα προσκυνητών. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά, με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα και τις Φώκεες.

Παναγία Σκουπιώτισσα


Αὕτη ἡ θαυματουργὸς εἰκὼν τῆς Θεοτόκου προέρχεται ἐκ χωρίου Σκουπιῶν Προκονήσου Προποντῖδος, σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὰ Νέα Ῥόδα Χαλκιδικῆς. Ἑορτάζει εἰς τὰς 23 Αὐγούστου.
Ἀφιεροῦται τόδε πόνημα εἰς τὸν ἀοίδιμο προπάτορά μου Εὐστράτιο Γρηγορίου Μαμαλοῦγκο (Σκουπιὰ 1895 - Αἴγιον 1999).

Ἀντὶ Προλόγου

Μετὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν Δημιουργό, Σωτῆρα καὶ Θεό μας, ἰδιαίτερα, ὅλοι οἱ Ὄρθοδοξοι Χριστιανοί, τιμοῦμε καὶ σεβόμεθα τὴν Παναγία, τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ πνευματικὴ μητέρα ὅλων μας. Διότι, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἔγινε τὸ ἐκλεκτὸ ὄργανο τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ φέρῃ, μὲ Πνεῦμα Ἅγιο, τὸν Θεό, μὲ σάρκα εἰς τὴν γῆ, γιὰ νὰ μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ θεοποιηθῇ. Ἡ εὐλάβειά μας πρὸς τὴν Παναγία ὀφείλεται εἰς τὴν μεγάλη χάρη ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς της, τὴν βαθειὰ ὑπακοὴ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὴν ταπείνωσί της καὶ γενικὰ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἀρετῶν της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ὀνομάζουμε Κεχαριτωμένη καὶ ἀνωτέρα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων. Ἀκόμη τὴν νοιώθουμε πολὺ κοντά μας, διότι ἀδιάκοπα εὐεργετεῖ καὶ βοηθεῖ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ μὲ πίστη προσφεύγουν εἰς τὴν χάρη της καὶ μὲ καθαρὴ προσευχὴ ζητοῦν τὴν μεσιτεία καὶ τὸ ἔλεός της. Ἔχει πολὺ δύναμη ἡ μεσιτεία της, πρὸς εὐμένεια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Εἰς τὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας φαίνεται τὸ στοιχεῖο αὐτό, ἀπὸ τὰ πολλὰ τροπάρια ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἐκφράσῃ ὕμνους παρακλητικούς, εὐχαριστήριους καὶ δοξολογίας πρὸς τὴν Πανύμνητο Κόρη, τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴν λυτρωσαμένη ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας καὶ εἰς τὴν ὁποία κάθε μας ἐλπίδα ἀναθέτουμε καὶ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου μας σώσῃ ὁ Σωτὴρ Χριστός.
Ἡ πρὸς τὴν Παναγία τιμὴ φαίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀναρίθμητους Ναούς, τὰ Μοναστήρια, τὰ ἐξωκκλήσια, ὡς καὶ ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα ὀνόματα τῆς Παναγίας ποὺ φέρουν οἱ Χριστιανοί μας.
Ὑπάρχουν καὶ πολλὲς θαυματουργικὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας μας, μερικὲς ἔχουν ἱστορία καὶ παράδοση πολλῶν αἰώνων, φθάνουν μέχρι τὰ χρόνια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μία δὲ ἀπὸ τὶς σεβάσμιες καὶ θαυματουργικὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση χρονολογεῖται γιὰ πολὺ παλαιά, τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, εἶναι καὶ ἡ Παναγία ποὺ εὑρίσκεται τώρα στὸ χωριὸ Νέα Ῥόδα τῆς Χαλκιδικῆς.
Στὸ ἀκόλουθο κείμενο ἀναφέρεται τὸ ἱστορικὸ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος καὶ δυὸ μόνον θαύματα ἀπὸ τὰ πάρα πολλὰ πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ἐνίσχυση τῶν Χριστιανῶν μας. Σκοπὸς τοῦ μικροῦ αὐτοῦ βιβλιαρίου εἶναι νὰ καταστήσῃ γνωστὸν εἰς τοὺς πιστοὺς ὅτι ἡ εἰκὼν τῆς Παναγίας ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία γιὰ τὸ χωριὸ τῶν Νέων Ῥόδων, ἀλλὰ καὶ εὐθύνη ὅλων, διότι, καλοῦνται νὰ ζοῦν χριστιανικὰ καὶ νὰ τιμοῦν μὲ ἔργα τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τοὺς προστατεύῃ καὶ εἰσακούῃ ἡ Παναγία.

Προκονησιακὰ ἱστορικά: Τὰ Σκοπιὰ (Σκουπιά)

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ

Εὐλόγησον Πάτερ.
Εὑρισκόμενος εἰς ταύτην, τὴν νῆσον τῶν Κυθήρων ἕνας ἐρημότοπος, λεγόμενος Μυρτίδια, (διατὶ ὅλος δασωμένος ἀπὸ μυρτίαις, καὶ ἀκατοίκητος, μόνον τὰ ζῶα τῶν ἀγροίκων ἐκεῖ ἔβοσκαν), ἔπραττεν ἐκεῖ κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανός, καὶ αὐτὸς ὁδηγηθεὶς ἀπὸ κάποιαν θεωρίαν ὁποῦ εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του, ἔχωντας περισσὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν κυρίαν Θεοτόκον, ἐπήγαινε συχνότερα εἰς αὐτὸν τὸν τόπον· καὶ στέκωντας ἐκεῖ, στοχαζόμενος τοῦ τόπου τὴν ἀγριότητα, ἤκουσε φωνὴν ἀοράτως ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν· ἂν μὲ γυρεύσῃς ἐδῶ σιμὰ εὑρίσκεις τὴν εἰκόνα μου, καὶ εἶναι καιρὸς ὁποῦ ἦλθα, καὶ εὑρίσκομαι ἐδῶ, διὰ νὰ δώσω βοήθειαν ἐτούτου τοῦ τόπου. Ἀκούωντας δὲ τὴν φωνὴν ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος Χριστιανός, καὶ στρεφόμενος ἔνθεν κᾀκεῖθεν, τάχα νὰ ἰδῇ ποῖος εἶναι ὁποῦ ὡμίλησε, καὶ μὴ θεωρῶντας τινά, ἔμεινε περίφοβος. Καὶ κάνωντας τὸ Σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἶπε· Κύριε Κύριε Χριστὲ βοήθει μοι· καὶ σὺ Κυρία μου καὶ Δέσποινα ὁποῦ ἔχεις πολλὴν τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, μὴν ἀργήσῃς νὰ μοῦ φανερώσῃς, ἂν εἶναι τὸ θέλημά σου, τὴν φωνὴν ταύτην ὁποῦ ἤκουσα, τί εἶναι. Καὶ θαρρῶντας πῶς ἡ φωνὴ αὕτη ἦτον διὰ καλόν, παραμερίζοντας ὀλίγον ὡσὰν νὰ ἐγύρευε τὸ ποθούμενον, θεωρεῖ μέσα εἰς μίαν μυρτίαν μίαν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Εὐθὺς ὁποῦ τὴν εἶδεν, ἔλαβε μεγάλην χαράν, καὶ ἐγνώρισε, πῶς ἡ φωνὴ ὁποὺ ἤκουσε ἦτον ἀπὸ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, καὶ τὸν ὡδήγησεν ἐκεῖ διὰ νὰ εὕρῃ αὐτὴν τὴν ἁγίαν Εἰκόνα. Ἔπεσε λοιπὸν καὶ τὴν ἐπροσκύνησε, καὶ μετὰ δακρύων καὶ εὐχαριστιῶν τὴν ἠσπάσθη. Ἠσθάνετο δὲ πολλὴν εὐωδίαν θυμιαμάτων εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Εὐθὺς λοιπὸν βοηθούμενος ἀπὸ τὴν Θεομητορικὴν δύναμιν, ἄρχησε καὶ ἔκοπτε τὸ δάσος· καὶ καθαρίσας τὸν τόπον ἐκεῖνον κατὰ τὸ δυνατόν του, ἔκτισεν ἐκεῖ μικρὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, καὶ ἔθεσεν εἰς αὐτὸν τὴν ρηθεῖσαν ἁγίαν Εἰκόνα, καὶ τὴν ἐπωνόμασε Μυρτιδιώτισσαν, ὡσὰν ὁποῦ τὴν εὗρεν εἰς ταῖς μυρτίαις. Καὶ ἔτζη ὁ τόπος ἐκεῖνος μέχρι τῆς σήμερον λέγεται μυρίδια, διὰ τὴν ἀφορμὴν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου δάσους. Ἔκαμε δὲ καὶ αὐτὸς μικρὸν κελλίον, καὶ γενόμενος μοναχὸς ἐκατοίκησεν ἐκεῖ, λατρεύωντας μετὰ πάσης εὐλαβείας πάντοτε αὐτὴν τὴν ἁγίαν καὶ θαυμαστὴν εἰκόνα. Ἀπὸ ὀλίγον εἰς ὀλίγον ἐκαθάρισε τὸ μυρτερὸν ἐκεῖνο δάσος, ἐπλάτυνεν ἡ φήμη, καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐπροστρέχασι συνεχῶς μὲ πολλαῖς ἐλεημοσύναις εἰς προσκύνησιν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, καὶ πολλὰ θαύματα ἔκαμεν εἰς ὅσους ἐπρόστρεξαν μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν, εἰς τόσον ὁποῦ ἐξαπλώθη ἡ δόξα της εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Ἀποθανόντος δὲ αὐτοῦ, ἔμεινεν ὕστερα κάποιος μοναχὸς εὐλαβὴς Λεόντιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ηὔξησε τὸν αὐτὸν ναόν, καὶ τὰ κελλία, καὶ ἐκατάστησε Μοναστήριον.

Γεννήτορες τῆς Θεοτόκου


Ἀληθῶς ἄξιοι προωρίσθησαν οἱ Δίκαιοι τῆς Θεοτόκου γεννήτορες καὶ συγγενεῖς κατὰ σάρκα Χριστῷ γενέσθαι, καὶ ὡς ἐκ γένους, ἐπισήμου βασιλικοῦ καὶ ἱερατικοῦ, τιμηθῆναι.Ὁ πατὴρ Ἰωάννου Ζαχαρίας, εἶχεν ἀδελφόν, συνιερέα, καλούμενον Ἀγγαῖον. Τὴν θυγατέρα του, ὀνόματι Σαλώμη (οὐχ ἡ μαῖα), εἶχε λάβει σύζυγον ὁ Ἰωσήφ. Ἐξ αὐτῆς ἔσχεν δύο θυγατέρας καὶ τέσσαρας υἱούς, ἐξ ὧν εἷς ἦν ὁ Ἰάκωβος, ὁ ἐπικληθεὶς ἀδελφόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων.
Μετὰ δὲ τὸν θάνατον ταύτης (τῆς Σαλώμης), ὁ Ἰωσὴφ ἐμνηστεύθη την Μαρίαν, κατὰ τὸ πατρικὸν γένος καταγομένην ἀπὸ Ματθάν, ἱερέως καὶ αὐτοῦ, ἀπὸ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ Δαβὶδ καταγομένου (ὡς κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον γενεαλογοῦν).
Οὗτος γὰρ (ὁ Ματθὰν) τρεῖς θυγατέρας ἀπέκτησε ἐκ Μαρίας γυναικὸς αὐτοῦ, ὧν τὰ ὀνόματα: Μαρία, Σωβή, Ἄννα. Ἡ Μαρία ἀποκτᾷ Σαλώμην τὴν μαῖα· ἡ Σωβὴ τὴν Ἐλισάβετ· ἡ δὲ Ἄννα ἀποκτᾷ τὴν Θεοτόκον Μαρίαν, κατ᾿ ὄνομα τῆς μάμμης, ἀλλὰ καὶ τῆς θείας της.
Οὕτω, ἡ Ἐλισάβετ, μητέρα Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἀνεψιὰ Ἄννης καὶ ἐξαδέλφη τῆς Θεοτόκου.
Ὡς ἕνεκα, δόξα τῇ συγκαταβάσει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, κυροῦντος τοῦ Εὐαγγελίου ἀμφότερα, διὰ πατρῷον καὶ σαρκικὸν γένος Χριστοῦ.
Σημειώσεις ἐκ τοῦ ἔργου: Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Εὑρέθη ὄπισθεν εἰκόνος Ἁγίας Μαρίας Προμήτορος τῆς Θεοτόκου,
Μοναστήρι Παναγίας Σεϊδανάγιας, Ἱερουσαλήμ