Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Θαύματα Παναγίας Παντανάσσης (1)


Pantanassa
1. «Κατά την εγχείρηση δεν αφαιρέθηκε όλος ο όγκος»
Δεκέμβριος 1990
«…Μια νύχτα ενώ κοιμόμουν έκανα ένα δυνατό ροχαλητό, τεντώθηκα και με ανοικτά τα μάτια έπεσα σε κώμα. Οι δικοί μου νόμισαν ότι πέθανα. Μετά τις πρώτες βοήθειες, που μου πρόσφεραν έδειξα σημεία ζωής. Στο νοσοκομείο μου έκαναν πολλές εξετάσεις για αρκετές ημέρες και βρήκαν ότι είχα όγκο στον εγκέφαλο και έπρεπε να χειρουργηθώ το συντομότερο. Αφού εξομολογήθηκα και μου έκαναν το Άγιο Ευχέλαιο, πήγα στο χειρουργείο έχοντας την ελπίδα μου στην Παναγία την Παντάνασσα της οποίας είχα πάντοτε την εικόνα μαζί μου.
Κατά την εγχείρηση δεν αφαιρέθηκε όλος ο όγκος· έμειναν κάποια υπολείμματα. Έτσι είχα αρκετές δυσκολίες -ζαλιζόμουνα, δεν μπορούσα να περπατήσω, ούτε να μιλήσω καλά, με ενοχλούσαν οι θόρυβοι-· λόγω των εορτών των Χριστουγέννων μου επέτρεψαν να βγώ από το νοσοκομείο. Μια ημέρα ενώ ήμουν ξαπλωμένη, και πάνω από το κρεβάτι βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας Παντανάσσης, αισθάνθηκα μια ωραία και ανεξήγητη ευωδία που κράτησε γύρω στα δέκα λεπτά και γινόταν πιο έντονη κατά διαστήματα. Στην αρχή οι άλλοι στο σπίτι δεν ένοιωθαν τίποτα· όμως στη συνέχεια αισθάνθηκαν και αυτοί την ευωδία και συγκινημένοι κατάλαβαν την αισθητή επίσκεψη της Παναγίας. Σε μερικές ημέρες επαναλήφθηκε το ίδιο φαινόμενο με την παρουσία της ευωδίας. Είχα την πεποίθηση ότι η Παναγία θα με θεραπεύσει.
Αφού μου έγιναν διάφορες εξετάσεις ξανά, βγήκε ο γιατρός με τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας και ρώτησε απορημένος: «Μήπως κάνατε καμιά θεραπεία εκτός νοσοκομείου;». «Όχι» του είπα. «Μα δεν βρίσκω τίποτε! Καμιά σύγκριση με τις παλιές αξονικές», και φώναξε ακόμα ένα γιατρό να τις δεί.
Τότε τους είπα ότι το περίμενα ότι δεν θα βρούν τίποτε· και τους διη-γήθηκα τί συνέβη. Ο γιατρός είπε: «Πιστεύω και εγώ στα θαύματα της Παναγίας, γιατί μου γιάτρεψε την κόρη μου 4 χρονών που έπασχε από λευχαιμία και τώρα είναι μια χαρά».

Η αξία και η δύναμις των Χαιρετισμών ως παρακλητική προσευχή


του παπα-Στέφανου Αναγνωστόπουλου
«Στώμεν ευλαβώς εν οίκω Θεού ημών»!
Ποιος είναι άραγε αυτός ο οίκος χριστιανοί μου, μπροστά στον οποίον μας καλεί σήμερα ο υμνωδός, να σταθούμε με ευλάβεια πολύ; Ποιος άλλος από την Υπεραγία Θεοτόκο, την Παναγία μας.
Ο σεβασμός και η ευλάβεια είναι προπαντός βίωμα της ψυχής μας, που πηγάζει:
- από τη σωστή ορθόδοξη πίστη μας και τη σωστή στάση μέσα στη ζωή. Δηλαδή, από την ορθόδοξη πίστη στο Τριαδολογικό δόγμα, ότι ο Θεός που πιστεύουμε είναι ένας μεν, αλλά Τριαδικός: ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.
-Δεύτερον, από την πίστη μας στο έργο της ενσάρκου οικονομίας, που λέγεται χριστοδολογικόν δόγμα. Αυτό σημαίνει ότι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός, έγινε άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου


Στην Καινή Διαθήκη ο θάνατος ονομάζεται και κοίμησις, τα δε νεκροταφεία «κοιμητήρια». Διά τους πιστούς ο θάνατος είναι ύπνος. Διότι όπως το βράδυ βγάζει κανείς τα ρούχα του και κοιμάται για να ξυπνήση το πρωί με ακμαίες δυνάμεις και να τα ξαναφορέση, έτσι και στο θάνατο. ο άνθρωπος αφήνει το σώμα του, για να το ξαναφέρη σ την Άνάστασι των νεκρών, κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του Χρίστου και να ζήση εις εύτυχέστερον κόσμον.
Σ την γλώσσα της Χριστιανωσύνης και ο θάνατος της Παναγίας ονομάζεται Κοίμησις. Πότε όμως έκοιμήθη η Θεοτόκος; η Παράδοσις και οι γραπτές μαρτυρίες, που σωθήκανε λένε, ότι η Παναγία έζησε ένδεκα χρόνια μετά την Ανάληψι τού Κυρίου.
Τριών ετών επήγε εις τον Ναόν. Στα δεκαέξη εμνηστεύθη τον Ιωσήφ. Στα 49 ανελήφθη ο Κύριος. Και στο εξηκοστόν έκοιμήθη.
Έζησε δε πάντα Στα “Ιεροσόλυμα, εκεί που ο Θεάνθρωπος θυσιάσθηκε για τή σωτηρία της άνθρωπότητος και έθριάμβευσε με την ένδοξον Άνάστασίν του…
Η Παναγία ανέβαινε συχνά στο όρος των Ελαιών, από το όποιον άνελήφθη ο Κύριος. Εκεί με ιερή συγκίνησι προσευχόταν στον Ουράνιο Πατέρα και στον Υιόν της.
Πάντοτε έφερνε στον νουν της τις μεγάλες εκείνες ώρες τού Ιησού και δάκρυα ευγνωμοσύνης κυλούσανε από τα θεία της μάτια…
Τρεις ημέρες, προτοϋ κοιμηθή, ειδοποιήθηκε η Παρθένος από Άγγελο του Ουρανού για την κοίμησί της. Λέγεται, ότι ο Άγγελος, πού της έφερε την αγγελία της κοιμήσεως, ήτανε και πάλιν ο Γαβριήλ, ο όποιος άλλοτε της είχε φέρει το μεγάλο μήνυμα τού Ευαγγελισμού και της είχε ε’ιπή το «Χαίρε Κεχαριτωμένη…». ο Ουρανόσταλτος Άγγελος της είπε τώρα να μή ταραχθή, άλλά να δεχθή με εύφροσύνην και το νέο μήνυμα της κοιμήσεως της, διότι την προσμένει η αθάνατη ζωή πλησίον τού Υίοϋ της.
Καμμία ταραχή και καμμία λύπη δεν ταράζει τότε την καρδιά της Παρθένου. Αλλά αντιθέτως πλημμυρίζει από χαρά και επιθυμία πότε θα βρεθή κοντά στον Χριστόν.
Προτού, λοιπόν, ανακοίνωση πουθενά τίποτε για το θείο άγγελμα,, ανέβηκε για τελευταία φορά στο όρος των Έλαιών, για να κάνη την προσευχή της. Λένε, ότι στο άνηφόρισμά της τα δε νδρα την ύποδεχτήκανε με χαμηλωμένα τα κλαδιά τους και σκυμμένες τις κορυφές τους. Στο γεγονός αυτό δίδεται η έξήγησις πού λέει, ότι και η άψυχος φύσις με θεία δύναμι έδειξε σεβασμό σ την Αγνή Μητέρα, πού ανάλωσε όλη της την ζωή στο θέλημα τού Θεού.
Μετά την προσευχή της στο όρος, επέστρεψε και πάλι στα Ιεροσόλυμα, όπου άρχισε να έτοιμάζη τα απαραίτητα, διά τον ενταφιασμό της. Άναψε φώτα και λαμπάδες στο σπίτι της και κάλεσε τις γνωστές φίλες της Χριστιανές, στις όποιες άνεκοίνωσε το μήνυμα της κοιμήσεως της. Εκείνες κλάψανε για το χωρισμό.
Εκεί, ύστερα από λίγο, συναθροίσθησαν θαυματουργικά οι Απόστολοι εκ περάτων της γης, τούς άρπαξε θείο σύννεφο και τούς έφερε αιθέριους στή Γεθσημανή, στο σπίτι της Θεοτόκου. Στη θέλησι του Παντοδυνάμου Θεού τίποτε το αδύνατον!
Μαζί με τούς άλλους μαθητές και Αποστόλους τού Χριστού το σύννεφο έφερε στην Άγια Πόλι και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον Άγιο Ιερόθεο, τον Απόστολο Τιμόθεο και άλλους θεοσόφους Τεράρχες.
Επειδή, λοιπόν, οί συγκεντρωθέντες άρχισαν να κλαίνε, μόλις μάθανε, ότι πλησιάζει η έκδημία της Θεοτόκου, Εκείνη τούς είπε:
—Ω φίλοι και μαθηταί του Ιησού και Θεού μου, μή κάνετε πένθος και λύπη την χαρά μου, αλλά ενταφιάστε το σώμα μου, όταν θα έλθη η στιγμή να κοιμηθώ.
Και σε λίγο να! Φθάνει, λέγουν, εκεί και ο φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου, ο Απόστολος τών Εθνών Παύλος ο όποιος με σεβασμό χαιρετάει την Παρθένο και της πλέκει το εγκώμιο.
Έπειτα, μέσα σέ μιά ατμόσφαιρα κατανυκτικής σιγής, η Θεοτόκος αποχαιρετάει όλους και παρακαλεί τον Θεό, για την ειρήνη τοϋ κόσμου.
Παίρνει κατόπιν την νεκρική στάσι στο «νεκροκρέββατο» και η θεία της πνοή, η ολόφωτη και Πάναγνη ψυχή της, πετάει προς τον Ουρανό. Ανηφορίζει στον θρόνο τού Θεοϋ, κοντά στο Υιό της.
Ύστερα άπ’ αυτό γεμάτοι από θεία και ιερή συγκίνησι οί μαθητές και Απόστολοι τοϋ Χρίστου και πλήθος Χριστιανών κηδέψανε το Άγιο Σώμα της.
Η κηδεία της ήτανε μιά πομπή κατανυκτική. Οι Απόστολοι κρατούσανε το φέρετρο, ενώ άλλοι προχωρούσανε μπροστά, ψάλλοντες ύμνους. Καί πάνω άπό τις ανθρώπινες φωνές ακουγόταν καί κυριαρχούσε μιά αόρατη Ουράνια ψαλμωδία. “Ητανε οί αρμονικές φωνές τών Αγγέλων καί τών Ασωμάτων Δυνάμεων.
Οί φθονεροί όμως άρχοντες τών Ιουδαίων, οί πάντοτε εχθροί τού Χρίστου καί της Πανα¬γίας, ώργάνωσαν μερικούς άπό το πλήθος εναντίον της νεκρικής πομπής καί τούς παρεκίνησαν να πετάξουν κάτω στή γη το Αγιο Σκήνος της Παρθένου. Συνέβη όμως τότε ένα θαυμαστό γεγονός:
Ο Κύριος δε ν ήταν δυνατόν ν’ αφήση το άγιο Σώμα της Μητέρας Του, το «Θεοδόχον Σώμα» να πεταχτή από τούς ασεβείς στο δρόμο. η θεία Δίκη πρόλαβε εκείνους, πού τολμήσανε ν’ ασεβήσουν καί τούς τύφλωσε!
Ένας δε Εβραίος άπό τον άγριο εκείνο συρφετό, πού με θράσος άρπαξε το φέρετρο, είδε πιό φανερή την θεία τιμωρία. Όχι μονά¬χα τυφλώθηκε, άλλά καί τα ασεβή χέρια του κοπήκανε και μείνανε να νοιώση συντριβή ψυχής, να πιστέψη στο Χριστό και ν’ αναγνώριση την Παναγία, Μητέρα τού Κυρίου.
Ύστερα άπ’ αυτό θεραπεύτηκε. Λένε μάλιστα, πως εκείνος πήρε από το φόρεμα της Παναγίας ένα μικρό κομμάτι, με το όποιο γιατρεύτηκαν έπειτα καί όλοι όσοι τιμωρήθηκαν με τύφλωσι την ημέρα εκείνη. με το κομμάτι εκείνο τού ιματίου της τούς άγγιξε ο θεραπευθείς στα τυφλωμένα μάτια τους, και όλοι, αφού πίστεψαν, γιατρεύτηκαν.
Περί Μεταστάσεως
Ή εκκλησιαστική Παράδοσις ομιλεί καί περί «μεταστάσεως» της Θεοτόκου…
Μετά τον ενταφιασμό της Παναγίας οί άγιοι Απόστολοι παρέμειναν λίγες μέρες εις το χωρίον Γεθσημανή.
Έκεί —σύμφωνα με την Παράδοση— ήκουον συνεχώς επί τριήμερον ύμνους και αγγελικός μελωδίας. Όταν έγινε ο ενταφιασμός της Παναγίας ένας έκ των Αποστόλων απου¬σίαζε. Έφθασε στην Γεθσημανή τρεις ήμερες μετά την ταφή της.
Τότε οι άλλοι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο της Παναγίας για να προσκύνηση και ο απόστολος πού απουσίαζε, το Θεοδόχο Σώμα της.
Όλοι όμως στο άνοιγμα έμειναν κατάπληκτοι. Ο τάφος ήτανε άδειος! Είχε μονάχα την σινδόνα! η Θεοτόκος είχε μεταστή εκ του τάφου.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία σέβεται την Παράδοσιν της μεταστάσεως της Θεοτόκου και θεωρεί αυ την ως «Μυστικόν Δόγμα», όπως λέγει ο “Αγιος Νικόδημος το όποιον δε ν «δύναται να δημοσιευθή έπ’ Εκκλησίας».
Αντιθέτως, ο παπισμός την ευσεβή παράδοσιν περί ενσωμάτου μεταστάσεως η αναλήψεως της Θεοτόκου εις τον ούρανόν, την άνήγαγεν πραξικοπηματικώς εις δόγμα, κάνοντας χρήσιν τού αυθαιρέτου παπικοϋ αλάθητου.
Τό νέον αυτό δόγμα άνεκήρυξεν ο πάπας Πίος ΙΒ’, την Ιην Νοεμβρίου 1950 και το επεκύρωσε εν συνεχεία με παπική βούλλαν, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει:
«Τυγχάνει υπό του Θεού αποκαλυφθέν δόγμα, ότι η Αμίαντος και Αειπάρθενος Θεομήτωρ, μετά την έπί γης ζωήν αυτής, μετέστη έν σώματι και ψυχή εις την ούράνιον δόξαν». Αλλά αυτό είναι άνήκουστον, διότι όπως λέγουν και πολλοί παπικοί, οί πρώτες πληροφορίες περί της μεταστάσεως δε ν προέρχονται άπό την Γραφήν και την Αποστολικήν Παράδοσιν, αλλά άπό τα απόκρυφα του 4ου αιώνος, τα όποια δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ώς σοβαρόν θεμέλιον δόγματος.
Απαραίτητος προϋπόθεσις του δόγματος είναι να αναφέρεται τοϋτο μόνον εις την Αγίαν Γραφήν, εις την Αποστολικήν Παράδοσιν και εις την Έκκλησιαστικήν δογματικήν Παράδοσιν, η οποία περιέχεται εις την συμφωνίαν τών Ιερών Συνόδων και των θεοφόρων Πατέρων, πράγμα το όποιον δε ν συμβαίνει με το θέμα της Μεταστάσεως. Δι’ αυτό και ή
Όρθόδοξος Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το νέον παπικόν δόγμα, την παπικήν αυ την αύθαιρεσίαν…
«Έν τιμή έστω Μαρία»
Η Ορθόδοξος Εκκλησία δε χεται την όρθήν άποψιν καί απορρίπτει τις υπερβολές. Ακολουθεί την Αποστολική Παράδοσι καί απαγορεύει την λατρευτική προσκύνησι, η την λατρεία της Θεοτόκου. Στο σημείο αυτό είναι σύμφωνος με την γνώμη τού Άγιου έπιφανίου, ο όποιος λέγει: «Την Μαρίαν μηδείς προσκυνείτω». Δηλαδή να μήν την λατρεύη κανείς σάν Θεά. Διότι η λατρεία ανήκει Μόνον στην Αγία Τριάδα: τον Πατέρα, τον Υίόν καί το Άγιον Πνεύμα. Στην Παναγία επιβάλλεται η τιμητική προσκύνησις. ο Άγιος Έπιφάνιος λέγει: «Έν τιμή εστω Μαρία».
Τέτοια τιμητική προσκύνησις ανήκει σε όλους τους Άγιους. Ξεχωριστά όμως καί τιμητικώτερα στην Παναγία, η Οποία έγινε Μητέρα του Θεού. Ο Υιός είναι Θεός, η Μητέρα είναι άνθρωπος. Άλλη είναι η δόξα τού Θεού και άλλη η δόξα της Παναγίας.
Έτσι η Όρθόδοξος Εκκλησία χαράζει τον σωστό δρόμο. Ακολουθεί την Βασιλική όδό. Όχι της λατρευτικής, άλλά της τιμητικής προσκυνήσεως της Παναγίας. δε ν δε χεται την Μαριολατρεία τών Παπικών, άλλά απορρίπτει καί την ακρότητα τών Προτεσταντών.
Ή Παναγία πρεσβεύει εις τον Υίόν της υπέρ ημών. «Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ σώσον ημάς». Εις μεσίτης μεταξύ Θεού καί ανθρώπων ο Ίησοϋς Χριστός. η Παναγία πρεσβεύει, δε εται στον Υίόν Της Θεόν, για την σωτηρία τών αμαρτωλών. Διότι όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος, «Πολλά ισχύει δέησις Μη¬τρός προς ευμένειαν Δεσπότου».
Δι’ αυτό πιο κάτω καί εμείς παραθέτομεν τον Παρακλητικόν Κανόνα, διά να τον έχουν πρόχειρον οί πιστοί καί να τον λέγουν παντού καί πάντοτε.
Ο τάφος της Παρθένου
Ή Παναγία έκοιμήθη καί ετάφη Στα Ιεροσόλυμα, στο χωρίον Γεθσημανή. Ο τάφος της Θεομήτορος στην Γεθσημανή σώζεται και ανήκει στους Όρθοδόξους από τους χρόνους της Ελένης. Θεωρείται δε σπουδαία θρησκευτική κληρονομιά για την Όρθοδοξία.
Οι Παπικοί ένοχλούνται πολύ από το γεγονός αυτό. Για αυτό σκεφθήκανε να το αμφισβητήσουν. Για ν’ αφαιρέσουν μάλιστα κάτι από την δόξα αυτή της Όρθοδοξίας, δημιουργήσανε ένα ψεύτικο θόρυβο και είπανε, ότι η Παναγία έζησε κι’ ετάφη, όχι στα Ιεροσόλυμα, στην Γεθσημανή, αλλά στην Έφεσο!
Και αυτό το στηρίζουν —άκουσον, άκουσον— στο όνειρο μιάς φραγκοκαλόγρηας, που είδε τον περασμένο αιώνα. Οι δε Τούρκοι το δεχθηκαν αυτό ευχαρίστως χάριν του Τουρισμού τους…
Τα ψεύτικα όμως αυτά κατασκευάσματα των Παπικών τα διαλύει και τα εξαφανίζει η Ιστορία, η Παράδοσις και η Υμνογραφία. Οι επιδιώξεις τών παπικών και η σύγχυσις πού προσπαθούν να επιτύχουν στο σημείο αυτό αποτυγχάνουν.
Όπως αναφέρουν οι ιστορικές πηγές, η Παναγία ετάφη στην Γεθσημανή. Σέ κώδικα του 11ου αιώνος μ.Χ., ο οποίος ευρίσκεται σ την βιβλιοθήκη του Βατικανού, υπάρχει κατάλογος τών Ναών, που ίδρυσε η Άγια Ελένη. Μεταξύ δε τών Ναών αυτών αναγράφεται τέταρτος κατά σειράν ο Ναός αυτός: «Εκκλησία εν Γεθσημανή επί του τάφου της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Η αυτοκράτειρα Πουλχερία άνοιξε τον τάφο της Παρθένου και μέρος τών «νεκρικών οθονίων» μετεκομίσθη ευλαβικά και εφυλάχθη στην Κωνσταντινούπολη στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
Ο σημερινός ναός της Παναγίας Στα Ιεροσόλυμα έχει μήκος 30 μέτρα και πλάτος οκτώ. Ο τάφος είναι λαξευμένος σέ βράχο και βρίσκεται στα δεξιά του εισερχομένου πιστού.
Τό γεγονός, ότι ο τάφος της Θεομήτορος βρίσκεται σ την Γεθσημενή ενισχύουν και οί αρχαίοι ύμνοι της Εκκλησίας, οι όποιοι γραφήκανε από ευσεβείς και αφανείς υμνογράφους. να τί λέγει ένα τροπάριο για το μέρος της Αναπαύσεως της Ευλογημένης:
«Χαίρε Γεθσημανή το τέμενος το θείον της μόνης Θεοτόκου, εν ώπερ ανεκλήθη απάντων η Βασίλισσα».
Κανένας εις το πέρασμα τών αιώνων, έκτος τών Παπικών, δεν σκέφτηκε ν’ αμφισβήτηση τα άγια κι’ αδιάψευστα λόγια της Αειπάρθενου προς τούς Αποστόλους, πού επαναλαμβά¬νουν με ιερή συγκίνηση χιλιάδες κι’ εκατοντάδες χιλιάδων Χριστιανικές φωνές:
«Απόστολοι εκ περάτων σνναθροισθέντες ενθάδε ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ τω χωρίω κηδευσατέ μου το Σώμα…».

Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος Μαρία


Π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται την παρθένο Μαρία αληθινά Θεοτόκο και κηρύττει την αειπαρθενία της δηλαδή έμεινε παρθένος, όχι μόνο κατά τη γέννηση του Xριστoύ, αλλά και μετά από αυτήν.
Η παρθένος Μαρία δεν γέννησε βέβαια τη θεία φύση τού Χριστoύ. Όμως στα σπλάχνα της ενώθηκε πραγματικά ο Θεός με τον άνθρωπο, η θεία και η ανθρώπινη φύση. Έτσι η παρθένος Μαρία έγινε το εργαστήριo της θεανθρώπινης ένωσης και είναι αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. α’ 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ’ 1).
Ο Xριστός δεν είχε δύο πρόσωπα, αλλά ένα. Γι’ αυτό λέμε πώς αυτό πού συμβαίνει στη μία Του Φύση, συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο. Ότι συμβαίνει στο σώμα Του συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο, γιατί ήταν πραγματικά δικό Του σώμα (πρβλ Πράξ. κ’ 28).
Έτσι λέμε πώς η παρθένος Μαρία έγινε πραγματικά «μήτηρ τού Κυρίου», δηλαδή αληθινή Θεοτόκος (Λουκ. α’ 43).
Αν η παρθένος Μαρία δεν είναι Θεοτόκος, αν δηλαδή δεν ενώθηκε στα σπλάχνα της ο Θεός με τον άνθρωπο, δεν συντελέσθηκε η σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί «το απρόσληπτov και αθεράπευτον». Αν ο άνθρωπος δεν προσλήφθηκε ολοκληρωτικά από τη θεία φύση τού Xριστoύ, αν δεν ενώθηκε με τον Θεό «ασυγχύτως και ατρέπτως» στο ένα πρόσωπο τού Xριστoύ, τότε ο Xριστός δεν έσωσε τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό τον λόγο η Εκκλησία επιμένει στον όρο Θεοτόκος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται ακόμη την Μαρία ως αειπάρθενο. Στο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται: «Διότι και εγώ εστάθην υιός τού πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. δ’ 3). Βέβαια εδώ δεν αναφέρεται ο Σολομών στον εαυτό του, γιατί ο ίδιος δεν ήταν μονογενής (Β’ Σαμ./Β’ Βασιλ. ια’ 27. ιβ’ 24).
Ο προφήτης Ησαΐας την ονομάζει «η παρθένος» (Ήσ. ι’ 14. Ματθ. α’ 23) και ο Ιεζεκιήλ «πύλη», πού ήταν και έμεινε κλειστή: «ουκ άνοιχθήσεται, και ούδείς μη διέλθει δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ. μδ’ 1-3). Αυτό πού χρησιμοποιεί ο Xριστός το θέλει σε απoκλειστική του χρήση (πρβλ Μαρκ, ια’ 2. Ιω. ιθ’ 41).
Ο δίκαιος Ιωσήφ δόθηκε στην παρθένο Μαρία με σκοπό να την πρoστατεύει για να είναι «ανήρ αυτής» κατά νόμο και εκείνη να είναι «γυναίκα» του σύμφωνα με τον νόμο (Ματθ. α’ 19-20), όπως ακριβώς ο Ιωσήφ ήταν σύμφωνα με τον νόμο και «πατήρ» τού Ιησού (Λουκ. β’ 27.41. 48-49. Ιω. στ’ 42). Όχι όμως φυσικός πατέρας (Ματθ. α’ 18-20). Άλλωστε η παρθένος αναφέρεται ως «μνηστή» τού Ιωσήφ (Ματθ. α’ 18. Λουκ. α’ 27. β’ 5). Mάλιστα μετά τη γέννηση τού Xριστoύ ο Ιωσήφ δεν ονομάζεται πλέον «άνδρας» της Μαρίας (Ματθ. β’ 11-14. 19-21).
Όσοι αρνούνται την αειπαρθενία της Θεοτόκου επικαλούνται μερικά εδάφια της αγίας Γραφής, τα οποία όμως παρερμηνεύουν, δεν τα κατανοούν όπως τα ερμήνευσε η Εκκλησία (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Το «δεν εγνώριζεν αυτήν, εωσού εγέννησε τον υιόν αυτής» (Ματθ. α’ 25) αναφέρεται σε ότι συνέβη πριν από τη γέννηση. Η αγία Γραφή θέλει εδώ να κατοχυρώσει την γέννηση τού Xριστoύ δια Πνεύματος Αγίου, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για το τι επακολούθησε μετά (πρβλ Ματθ. κη’ 20. Α’ Τιμ. δ’ 13).
Ο όρος «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πώς ακολούθησαν και άλλα τέκνα. Σημαίνει το πρώτο παιδί, πού «διανοίγει» την μήτρα της μητέρας του, άσχετα αν ακολουθούν άλλα παιδιά ή όχι (Έξοδ. ιγ’ 2. Άριθ. η’ 16. ιη’ 15. Α’ Βασιλ. στ’ 7. 10. 14 κατά τούς 0′). Ακόμη η λέξη «Πρωτότοκος» σημαίνει και Ύψιστoς (Ψαλμ. πη’ 28λπθ’ 27).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» τού Ιησού (Ματθ. ιβ’ 46. ιγ’ 55-56. Μάρκ. στ’ 3. Λουκ. η’ 19-21. Ιω. β’ 12. ι’ 3. 5. 10. Πράξ. α’ 14. Α’ Κορ. θ’ 5. Γαλ. α’ 19) ήσαν ασφαλώς «αδελφοί» σύμφωνα με τον νόμο, όπως και ο Ιωσήφ ήταν «πατήρ» κατά τον νόμο, όχι σαρκικοί αδελφοί του Χριστού. Άλλωστε η συμπεριφορά των έναντι του Ιησού αποδεικνύει πώς ήσαν μάλλον μεγαλύτεροι στην ηλικία, πράγμα πού αποκλείει την κατά σάρκα συγγένεια, αφού ο Χριστός αποκαλείται «πρωτότοκος».
Αλλά αν η Μαρία είχε τόσα παιδιά (τουλάχιστον έξι), θα δεχόταν να πάει στο σπίτι του μαθητή Iωάννη; (Ιω. ιθ’ 26-27). Ασφαλώς ο Χριστός δεν θα επρότεινε κάτι τέτοιο. Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας ονομάζουν τούς εαυτούς των «δούλους», όχι αδελφούς του Χριστού (Ιακ. α’1. Ιούδ. 1). Δεν ήσαν λοιπόν τέκνα της Μαρίας ήσαν «αδελφοί» του Ιησού σύμφωνα με τον νόμο. Άλλωστε η λέξη «αδελφός» στην αγία Γραφή έχει ευρύτερη έννoια (Γέν. ιβ’ 5. ιγ’ 8. κθ’ 12. Α’ Παραλ. Χρον. κγ’ 21-22).
Ο άγιος Αμβρόσιος (339-397) λέγει πώς ο Ιωσήφ «ήταν αδύνατον να προσβάλει τον ναό του Αγίου Πνεύματος, την μητέρα του Κυρίου, τον κόλπο του μυστηρίου» (Άμβρ., Ύπόμν. είς Λουκ., 2, 6).
Το ίδιο υπογραμμίζει και ο Χρυσόστομος (Ύπόμν. είς Ματθ., Λόγος ε’ 3).
Ο Ιερώνυμος χαρακτηρίζει την άρνηση του αειπάρθενου «ύβριν» κατά του Θεού και γράφει ιδιαίτερο σύγγραμμα κατά του αιρεσιάρχη Ελβιδίου. Ο Αυγουστίνος τονίζει πώς η παρθένος Μαρία ήταν «παρθένος κατά τη σύλληψη, παρθένος και κατά τη γέννηση, παρθένος και μέχρι θανάτου» (Κατηχ. 11, κεφ. 22,40).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την παρθένο Μαρία. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη προφητεύτηκε η ιδιαίτερη θέση της (Παροιμ. κθ/λα’ 29). Είναι «ευλογημένη εν γυναιξίν» και «εύρε χάριν παρά τω Θεώ». Επισκιάσθηκε από Πνεύμα Άγιο και από δύναμη Υψίστου, είναι «μητέρα του Κυρίου» και γι’ αυτό όλοι πρέπει να την τιμούν και να την μακαρίζουν (Λουκ. α’ 28-48).
Στην Αποκάλυψη του Iωάννη παρουσιάζεται μία γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, δοξασμένη με την ύψιστη δόξα. Αυτή είναι ασφαλώς η Εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα συμβολίζει και την παρθένο Μαρία (Άποκ. ιβ’ 1-6. 13-17). Αυτή είναι η «τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα των σεραφείμ». Γιατί η ίδια έγινε θρόνος του Κυρίου, ενώ τα Σεραφείμ «ειστήκεισαν κύκλω αυτού», δηλαδή ίσταντο γύρω από το θρόνο Του (Ήσ. στ’ 2).
Δίκαια η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλεί την παρθένο Μαρία Παναγία, όχι βέβαια σε σχέση με τον Θεό («εις άγιος, εις Κύριος…»), αλλά σε σύγκριση με τούς ανθρώπους και τούς αγγέλους. Η ίδια επροφήτευσε πώς όλες οι γενεές θα της απονέμουν τιμή (Λουκ. α’ 48). Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδίδει στην παρθένο Μαρία λατρεία. Αυτή ανήκει μόνο στον Θεό.
Ο άγιος Επιφάνιος συγκαταλέγει μεταξύ των αιρετικών, εκείνους πού αρνούνται το αειπάρθενο της Μαρίας και τούς ονομάζει αντιδικομαριανίτες. Από το άλλο μέρος καταφέρεται και εναντίον εκείνων πού προσέφεραν «κολλυρίδα,, ένα είδος πίπας (κολλυριανοί) και λάτρευαν την παρθένο Μαρία, «αντί Θεού ταύτην παρεισάγειν εσπουδακότες» (Έπιφ., Κατά αντιδικομαριανιτών ιδ-κγ’).
Αυτοί οι αιρετικοί, λέγει ο Επιφάνιος, επιχειρούσαν «στο όνομα της αγίας παρθένου υπέρ το μέτρον, πράγμα ανεπίτρεπτο και βλάσφημο» και ιερουργούσαν «εις το όνομά της δια γυναικών, πράγμα πού είναι εντελώς ασεβές και ανεπίτρεπτον… διαβολικόν ενέργημα και πνεύματος ακαθάρτου διδασκαλία» (Κατά άντιδ. κγ’).

Λόγος στη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου (1)


Γεννηση Θεοτοκου
του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
1. Ελάτε όλα τα έθνη, κάθε ανθρώπινη γενιά, και κάθε γλώσσα, και κάθε ηλικία, και κάθε αξίωμα, να γιορτάσουμε με αγαλλίαση τη γέννηση της παγκόσμιας χαράς. Γιατί αν οι ειδωλολάτρες, με ψεύτικα δαιμονικά παραμύθια που ξεγελούν το μυαλό και σκοτεινιάζουν την αλήθεια, κι’ αν ακόμα προσφέροντας ό,τι είχαν και δεν είχαν τιμούσαν γενέθλια βασιλιάδων, που τους τυραννούσαν σ’ όλη τους τη ζωή, πόσο περισσότερο πρέπει εμείς να τιμούμε τη γέννηση της Θεοτόκου, που ανόρθωσε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που άλλαξε τη λύπη της πρώτης μας μητέρας, της Εύας, σε χαρά; Εκείνη άκουσε την απόφαση του Θεού : «Με πόνους να γέννας τα παιδιά σου». Αυτή : «Χαίρε, Κεχαριτωμένη». Εκείνη : «Στον άνδρα σου η υποταγή σου». Αυτή : «Ο Κύριος είναι μαζί σου». Τί άλλο λοιπόν από λόγο να προσφέρουμε στη Μητέρα του Λόγου ; Όλη η κτίση ας γιορτάσει μαζί μας κι’ ας υμνήσει τον αγιασμένο καρπό της αγίας Άννας. Γιατί γέννησε στο κόσμο παντοτινό θησαυρό αγαθών, δηλ. την Παναγία. Με την μεσολάβηση της Παναγίας ο Πλάστης ξανάπλασε προς το καλύτερο ολόκληρη την πλάση, με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Γιατί, αφού ο δημιουργικός Λόγος του Θεού έγινε ένα με την ανθρώπινη φύση, ενώθηκε συνάμα μ’ ολόκληρη την πλάση, μια και ο άνθρωπος, μετέχοντας σε πνεύμα και σε ύλη, είναι σύνδεσμος όλης της ορατής και αόρατης δημιουργίας. Ας γιορτάσουμε λοιπόν την λύση της ανθρώπινης στειρότητας, γιατί πήρε τέλος για μας η στέρηση των αγαθών.

Λόγος στη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου (2)


Το Γενέσιον της Θεοτόκου. Βυζαντινή εικόνα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.
Το Γενέσιον της Θεοτόκου. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.

του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
7. Σήμερα καινούργιο βιβλίο ετοίμασε ο Λόγος – Θεός, που έπλασε τα πάντα και που ανάβλυσε από την καρδιά του Πατέρα, για να γραφτεί ο ίδιος μέσα σ’ αυτό σαν με κοντύλι, με τη γλώσσα του Θεού, το Άγιο Πνεύμα. Βιβλίο που δόθηκε σε γραμματισμένο άνδρα, και δεν το διάβασε. Ο Ιωσήφ δεν γνώρισε την Μαρία ούτε τη δύναμη του μυστηρίου, που έκρυβε μέσα της. Παναγία Κόρη του Ιωακείμ και της Άννας, που ξέφυγες απαρατήρητη από τις αρχές και τις εξουσίες, και τα φλογερά βέλη του πονηρού, που πέρασες τη ζωή σου στο νυφικό θάλαμο του Πνεύματος, και κρατήθηκες ανέγγιχτη για να γίνεις νύφη Θεού, και Μητέρα του αληθινού Υιού του Θεού. Παναγία Κόρη, που φανερώθηκες πάνω στην αγκαλιά της μάνας και γέμισες φόβο τις δυνάμεις που αποστάτησαν από τον Θεό. Παναγία Κόρη, την ώρα που θήλαζες το γάλα σε περιτριγύριζαν οι άγγελοι. Κόρη αγαπημένη από τον Θεό, δόξα σ’ αυτούς που σε γέννησαν. Θα Σε μακαρίζουν οι γενεές των γενεών, όπως στ’ αλήθεια το είπες προφητικά. Κόρη άξια του Θεού, η ομορφιά της ανθρώπινης φύσεως, η επανόρθωση της πρώτης μας μητέρας της Εύας. Με τη γέννηση σου αναστήθηκε η πεσμένη. Αστραποβόλημα των γυναικών. Αν η πρώτη Εύα, μπαίνοντας στη υπηρεσία του φιδιού εναντίον του πρώτου μας πατέρα, του Αδάμ, έπεσε στην παράβαση, κι έτσι «ήρθε στον κόσμο μας ο θάνατος», η Μαρία υπηρετώντας με υποταγή τη θεία βουλή, ξεγέλασε το φίδι που μας ξεγέλασε κι έφερε στον κόσμο την αφθαρσία.

Ευχή εξομολογητική εις την υπεραγίαν Θεοτόκον


Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε εσύ πού γέννησες κατά σάρκα τό Θεό Λόγο, γνωρίζω ότι δέν είναι ευπρεπές, ούτε άξιο, γιά μένα τόν πανάσωτο, έχοντας ακόμη μολυσμένα μάτια και ακάθαρτα χείλη, νά ίδω τήν εικόνα, σου της Αγνής, της Αειπαρθένου, της εχούσης τό σώμα καί τήν ψυχήν καθαρά καί αμόλυντα, νά τήν προσκυνώ καί νά τήν παρακαλώ. Πιό σωστό είναι γιά μένα τόν άσωτο νά μισηθώ καί νά επιτιμηθώ από τή δικιά σου καθαρότητα˙ επειδή όμως ο Θεός τόν Οποίον γέννησες, έγινε άνθρωπος γιά νά μάς καλέσει τούς αμαρτωλούς σέ μετάνοια, παίρνω καί εγώ τό θάρρος καί προσέρχομαι κοντά σου καί σέ παρακαλώ μέ δάκρυα…

Η Παναγία


Παναγία,η μητέρα ολου του κόσμου.Μας έκαμε την μεγαλύτερη ευεργεσία. Γιατί χάρις στην δική της αρετή επισκέφθηκε την γη ο Ύψιστος Θεός και έγινε άνθρωπος στην άχραντη κοιλία της. Και έτσι σώθηκε ο κόσμος. Υπάρχει άλλη ευεργεσία πιο μεγάλη από αυτή; Μας έφερε τον Σωτήρα και Λυτρωτή. Γι’ αυτό ονομάζεται “ευεργέτης”. Γιατί κανείς δεν μας ευεργέτησε τόσο, όσο ή αγία Μητέρα του Χριστού.
Και εμείς το ξέρομε. Μας το είπαν οι απόστολοι. Μας το κήρυξαν οι άγιοι πατέρες. Μας το υπενθυμίζουν κάθε ήμερα οι κληρικοί μας στις εκκλησίες μας. Και καταφεύγουμε σ’ Αυτήν με πίστη. Και ψάλλομε:
“Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί, και προσπέσωμεν εν μετάνοια-κράζοντες εκ βάθους ψυχής: Δέσποινα, βοήθησον, εφ’ ημίν σπλαγχνισθείσα”.
” Παναγία μου! φωνάζει η πονεμένη μάνα στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της.
” Παναγία μου! φωνάζει ο ναύτης στην αγριεμένη θάλασσα.
” Παναγία μου! παρακάλεσε ο Κολοκοτρώνης, όταν κινδύνευε ή Ελλάδα από τον Δράμαλη.
” Παναγία μου! φωνάζει η κοπέλλα.
” Παναγία μου! κλαίει ή χήρα.
” Παναγία μου! ακούς από παντού: από καλύβες και μέγαρα, από τρώγλες και ανάκτορα.
Ας θυμηθούμε μια αληθινή ιστορία.

Η Θεοτόκος 10 Αυγούστου, 2011 — vatopaidifriend3


Ο μήνας που διανύουμε εκλήθη θεομητορικός, διότι σ’αυτόν κορυφώνεται η τιμή στην Αειπάρθενο Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με την εορτή της Κοιμήσεως της (15 Αυγ.).
Ηδη από τους χρόνους των Αποστολικών Πατέρων έχουμε μαρτυρίες πού δείχνουν την κεντρικωτάτην και εξέχουσαν θέσιν της Θεοτόκου είς την Εκκλησίαν. Μία αναδρομή ως τους χρόνους εκείνους μας βεβαιώνει για δύο πράγματα, το ένα είναι, ότι η Θεοτόκος ευρίσκεται και κατέχει όπως ελέχθει κεντρικήν θέσιν είς το μυστήριον της Εκκλησίας∙ και το άλλο είναι, η ποικιλία των τρόπων με τους οποίους εξέφραζε στις διάφορες εποχές τις απόψεις της για την συμασλια της Θεομήτορος πλέκοντας πλουσιώτερο κάθε φορά τον ύμνο της.
Πρώτος τέτοιος σταθμός στην διαμόρφωσι της θεομητορικής θεολογίας είναι ο Αγιος Ειρηναίος (202), ο οποίος και ανέπτυξε σε βάθος την αντίθεση ΕΥΑ-ΜΑΡΙΑ. Η διδασκαλία αυτή είναι πολύτιμη και διότι εκφράζει και απηχεί την προϋπάρχουσα παράδοσι της Ανατολικής περιόδου, αλλά και διότι διαπιστώνουμε ότι η Εκκλησία άρχισε να οριοθετή την διδασκαλία της για την Μητέρα του Κυρίου μας.Οί Πατέρες του Δ΄αιώνα έδωσαν στη διαμόρφωση της θεομητορικής θεολογίας για να φθάσουμε στον Ε΄αιώνα, όπου η Γ΄ Οικουμενική έθεσε το θεμέλιο της ονομάζοντας την Παρθένο Θεοτόκο.

Δεκαπενταύγουστος, εορτή της Παναγίας


του Δημητρίου Σίγκου
«Tίς δυνήσεται ειπείν ¦ εγκωμιάσαι την Παρθένον; Την Θεόν μετά Θεού;» (Άγιος Ανδρέας Κρήτης). Πώς ν’ αρχίσει να μιλά κανείς για την Παναγία μας;
Τι λόγια να γράψεις για τη Μητέρα Του Χριστού και τη Μητέρα των χριστιανών; Μέσα στο απερίγραπτο πνευματικό κάλλος της Κυρίας Θεοτόκου, κι αυτοί ακόμη οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν μπόρεσαν να καλύψουν, με όλους τους ύμνους, με όλες τις αγγελικές ωδές, με όλες τις θεολογικές συλλήψεις τους, με τις μουσουργικές τους κιθάρες και με τις χορδές του Αγίου Πνεύματος, την Αγιότητα και τα χαρίσματα, που εκπέμπει η Θεοτόκος Μαρία. Μέσα στη θεομητορική φιλολογία υπάρχει ένας απέραντος κήπος γεμάτος άνθη, με τα οποία η πίστη και η ευλάβεια των Χριστιανών στεφανώνουν αυτές τις μέρες το πανάγιο πρόσωπό Της, ζητώντας παράλληλα την ικεσία και την πρεσβεία Της προς τον Χριστό για τη σωτηρία της ψυχής μας.
Tα βλέμματα όλων των Χριστιανών στρέφονται τις ημέρες αυτές με ευλάβεια προς τη Μητέρα του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Tα βλέμματα, αλλά και η προσευχή, ως θερμή ικεσία, κατευθύνονται προς τον Ουρανό, προς την Κυρία Θεοτόκο, η οποία συνεχώς πρεσβεύει στον Υιό Της για όλον τον κόσμο. Λαμπάδες υψίκορμες καίνε μπροστά στην εικόνα Της και τα μάτια των πιστών δακρύζουν· καρδιές χτυπούν δυνατά, καθώς τα αιτήματά τους ανεβαίνουν στο θρόνο Της.
Και είναι τόσα πολλά τα αιτήματα των χριστιανών, των πονεμένων ψυχών προς τη μεγάλη μας Μητέρα, μέσα στους αιώνες, που πάντα με θερμή πίστη την παρακαλούμε: «Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς σο καταφεύγω, σωτηρίαν επιζητών· η Μήτερ του Λόγου και Παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον». Όλες μας οι αιτήσεις και όλα μας τα προβλήματα εναποτίθενται στα χέρια Της. Αναστενάζουμε εμπρός Της, όσοι πονάμε και αμέσως κομματιάζεται ο πόνος μας, φεύγει η πίκρα μας και οι αναστεναγμοί μας. Ο “κουρασμένος” άνθρωπος επιζητά στο Πρόσωπό Της παρηγοριά και ανακούφιση.
«Και σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν…». H Παναγία μας έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει σ’ όλα μας τα προβλήματα, λόγω της σχέσεώς Της με τον Κύριο και Υιό Της. Είναι έτοιμη να εισακούσει κάθε αίτημά μας, που είναι για το συμφέρον μας. H στάση μας και ο βαθμός αγάπης, ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς την Παναγία, μας δίνουν και το μέτρο της Ορθοδοξίας και της πνευματικότητάς μας. H Θεοτόκος αποτελούσε και αποτελεί πάντα τον άξονα της Ορθόδοξης Θεολογίας, όχι μόνο γιατί με τα ανυπέρβλητα χαρίσματα και τις αρετές Της προσείλκυσε τον Θεόν Λόγον να σαρκωθεί από την άχραντη υπόστασή Της, αλλά και μετά την κοίμησή Της «τον κόσμον ου κατέλιπε».

Το πονηρό δαιμόνιο στον μοναχό Ιάκωβο


Ο μοναχός Ιάκωβος είχε μέσα του για αρκετά χρόνια πονηρό δαιμόνιο. Για να βρει τη θεραπεία του, ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να προσπέσει στην Αγία Εικόνα και να την προσκυνήσει. Με θερμή πίστη ανέβηκε σε ένα ζώο και ξεκίνησε για το ιερό μοναστήρι μαζί με άλλους χριστιανούς
Βγαίνοντας από τη Λευκωσία, οι συνοδοιπόροι του Ιάκωβου άκουσαν μία φωνή να λέει: “Ιάκωβε, πού σκοπεύεις να πας; Γύρισε πίσω και μην προχωρείς”. Αυτό έγινε δύο η τρεις φορές. Η φωνή γινόταν ακουστή, χωρίς να βλέπουν κανένα, διότι μιλούσε από μέσα του το δαιμόνιο. Οι άλλοι φοβήθηκαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Βλέποντας τον άνθρωπο να είναι ήσυχος και να μην ταράσσεται καθόλου, πήραν θάρρος. Με ελπίδα στην Υπεραγία Θεοτόκο και επικαλούμενοι το όνομα Της, συνέχισαν τον δρόμο μέχρι που έφτασαν στα μέσα περίπου.
Τότε άκουσαν πάλι τον δαίμονα να μιλά και να ενοχλεί τον Ιάκωβο με τα εξής λόγια: “Ιάκωβε, τι κακό σου έκανα; Τόσα χρόνια βρίσκομαι μαζί σου και τώρα θέλεις να πας στην Παναγία του Κύκκου, για να με εκδιώξεις; Ή, μήπως νομίζεις ότι αυτή η εικόνα είναι σαν τις εικόνες, που ιστορείτε εσείς; Μέχρι τώρα δεν σε έριξα ούτε σε γκρεμό, ούτε σε νερό ή σε φωτιά, και συ θέλεις να μου κάνεις κακό; Γνώριζε πως δεν θα σε αφήσω να προσκυνήσεις την αγία εικόνα”.
Όταν έφθασαν στην πύλη του ιερού μοναστηριού, κατέβηκαν από τα ζώα και διηγήθηκαν όσα συνέβησαν στον δρόμο. Κατέβηκε από το ζώο και ο Ιάκωβος και κάθισε κάτω. Οι πατέρες της Μονής του έλεγαν: “Πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσεις, όπως κάνουν και οι άλλοι”. Προσπάθησε τότε δύο και τρεις φορές να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου.
Με τη συνεργία του δαίμονα έγινε τόσο βαρύς και ασήκωτος, όπως μία μεγάλη ακίνητη πέτρα. Προσπάθησαν πολλοί μαζί να τον σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κουνήσουν.
Έμεινε έτσι στην πύλη τρεις ημέρες. Με μεγάλο κόπο και βία έφθασε αργότερα μέχρι την πύλη της εκκλησίας, αλλά εκεί πάλι τον εμπόδιζε ο δαίμονας, και δεν τον άφησε να μπει. Παρόλο που τον έσπρωχναν και άλλοι, αυτός έμεινε ακίνητος.
Στην πύλη έμεινε όρθιος μερικές ώρες και μετά με μεγάλη δυσκολία μπήκε στην εκκλησία και, αφού ήρθε μπροστά από την Εικόνα, προσκύνησε. Ο δαίμονας, επειδή φοβήθηκε τη δύναμη της Αειπαρθένου, τον έριξε κάτω, τον τάραξε με δύναμη και τον έκανε να σπαρταρά.
Ύστερα έφυγε αμέσως από μέσα του, κλαίγοντας για τη συμφορά του με αυτά τα λόγια: “Φεύγω, διότι με καταδιώκει η δύναμη της Αγίας Εικόνας, η οποία προέρχεται από τη Θεοτόκο”. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε πάνω υγιής και σώφρων, αναπέμποντας ύμνους και ευχαριστίες στη Θεομήτορα. Μετά από τη θεραπεία αυτή ιστόρησε στην Κύπρο πάρα πολλές εικόνες.

Τα «γουρουνάκια» της Παναγίας





Στο περιβόλι της Παναγίας μας, η παρουσία της Παναγίας μας είναι έντονη. Παντού φαίνεται να υπάρχει η παρουσία Της Ακόμα και ο προσκυνητής μπορεί να νοιώσει την ευλογία Της και ότι η
ακούραστη μεσίτριά μας σκεπάζει με στοργή το αγιώνυμο Όρος της. Άλλωστε είναι η προστάτις του Μοναχισμού μας και η μητέρα όλων των Μοναχών.

Μια από τις αμέτρητες διηγήσεις για την παρουσία της Παναγίας μας στη ζωή των μοναχών είναι και η εξής που μας διηγήθηκαν και που για άλλη μια φορά αποδεικνύει το μέγεθος της αγάπης του
Θεού που κανέναν δεν αποστρέφεται, αλλά θέλει «πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».

Κάποτε λοιπόν, λέει η διήγηση, ζούσαν σ’ ένα μοναστήρι δυο υποτακτικοί, οι οποίοι είχαν κυριευθεί από το πάθος της «μέθης». Και ήταν καθημερινά μεθυσμένοι. Ο Γέροντας και οι
υπόλοιποι αδελφοί προσπαθούσαν με αγάπη να τους νουθετήσουν και να τους συμβουλέψουν. Εκείνοι όμως δεν εθεραπεύοντο και παρέμεναν κυριευμένοι στο πάθος τους. Επειδή όμως
αποτελούσαν σκάνδαλο με την αμετανοησία τους και με τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά τους λόγω της «μέθης» τους, γι’ αυτό και η Αδελφότητα και η Ιερά Επιστασία
απεφάσισε να τους εκδιώξει από τη Μονή, προς γνώση και συμμόρφωση. Ένα χειμωνιάτικο όμως βράδυ, που ο καιρός είχε αγριέψει πολύ και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα και συνέχιζε να πέφτει

PΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΜΑΝ Η Θεοτόκος και το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας στην ερμηνεία των νηπτικών πατέρων



Η Θεοτόκος (β)


Η Θεοτόκος (β)

Θα μου επιτρέψετε μια πιο προσωπική, πιο ανθρώπι­νη προσέγγιση του θέματος, παρ' όλο που βρισκόμαστε σ' ένα αυστηρά επιστημονικό συνέδριο. Έχω ιδιαίτε­ρους λόγους να το κάνω. Ο σημαντικότερος απ' αυτούς είναι η ίδια η επαφή με τους νηπτικούς πατέρες, με τα συγγράμματά τους, που μου υπαγόρευσε κατά κάποιο τρόπο αυτό το προσωπικό τόνο στην διαπραγμάτευση του θέματος.

Γι' αυτό ακριβώς, πριν περάσω στην διαπραγμάτευ­ση του θέματος, θα ήθελα να εκφράσω την βαθειά συγκί­νηση την οποία αισθάνομαι βρισκόμενος για πρώτη φο­ρά στους Αγίους Τόπους, στα Θεοβάδιστα αυτά μέρη, ό­που βάδισαν όχι μόνο τα ουράνια βήματα του Αρχαγγέ­λου Γαβριήλ, τα άχραντα βήματα της Παναγίας και των άλλων προσωπικοτήτων της Ιεράς Βιβλικής Ιστορίας, αλλά ακόμη εκείνα του Ιδίου του Θεανθρώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Δοξάζω τον Πανάγαθο Θεό για το μεγάλο αυτό δώρο και ευχαριστώ θερμότατα τους οργανωτές του παρόντος πανορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου.

Ο λόγος που με οδήγησε στην επιλογή αυτού του θέματος υπήρξε η επιθυμία μου να εκφράσω, με την ευ­καιρία του πρώτου προσκυνήματος στους Αγίους Τό­πους, την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη μου, της οικο­γενείας μου και των πιστών της ενορίας μου προς την Μητέρα του Θεού, προς την Δέσποινα του κόσμου για τις πλούσιες ευλογίες και ευεργεσίες Της προς εμάς. Και είχα την διαίσθηση ότι καταλληλώτερα και εκφραστικώτερα λόγια απ' αυτό το σκοπό δεν θα έβρισκα άλ­λα απ' εκείνα των νηπτικών πατέρων.
Και πράγματι, αυτά που βρήκα για την Θεοτόκο και την Μητέρα του Θεού στους νηπτικούς φιλοκαλικούς πατέρες ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες μου.

Σ' αυτό το σημείο οφείλω μια διευκρίνιση. Με τον όρο νηπτικοί ή φιλοκαλικοί πατέρες, εννοώ όχι μόνο ε­κείνους τους Πατέρες των οποίων τα συγγράμματα απο­τελούν την γνωστή Φιλοκαλία, αλλά όλους τους Πατέ­ρες της Εκκλησίας που εντάσσονται στη συνεχή αγιοπνευματική θεολογική παράδοση, η οποία αρχίζει με την πρώτη Εκκλησία, με τα ίδια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Θα ήταν ίσως καλύτερα να μιλήσουμε για μια νηπτική ή φιλοκαλική θεολογία, εννοώντας εκείνη την θεολογία η οποία πηγά­ζει από την βίωση της Θείας Χάριτος και προσπαθεί να εκφράσει την εμπειρία της μέθεξης στον κόσμο του Θε­ού, στη Βασιλεία των ουρανών.

Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η πρώτη συλλογή φιλοκαλικών κειμένων διευρύνθηκε κατά καιρούς. Θα αναφέ­ρω μόνο το γεγονός ότι η ρουμανική έκδοση της Φιλοκαλίας -η οποία οφείλεται στον μακαριστό μεγάλο φιλοκαλικό θεολόγο π. Δημήτριο Στανιλοάε- έχει δώδε­κα τόμους. Ενώ, προσωπικά, πιστεύω ότι, κείμενα συγ­χρόνων νηπτικών πατέρων μπορούν να εισαχθούν χωρίς καμία επιφύλαξη στην καθιερωμένη μεν, αλλά όχι κλει­στή, σειρά των φιλοκαλικών κειμένων. Αναφέρω ενδει­κτικά τα βιβλία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, καλούμενον Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας και του ανωνύμου ησυχαστού, Νηπτική Θεωρία, το οποίο είχα την ευλογία να μετα­φράσω στην ρουμανική γλώσσα.

Επανέρχομαι και σημειώνω το πραγματικά ξεχωρι­στό ενδιαφέρον που δείχνουν οι νηπτικοί πατέρες στο πρόσωπο της Μητέρας του Θεού και στο ρόλο Της στο μυστήριο της ενσάρκου θείας οικονομίας. Ταυτόχρονα, διαπιστώνει κανείς μία ιδιαίτερη οικειότητα αυτών των αγίων Πατέρων προς το πρόσωπο της Παναγίας. Εξάλ­λου, είναι γνωστό ότι στην ορθόδοξη ανατολική θεολο­γική παράδοση δεν γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στο πρόσωπο και το έργο του ίδιου προσώπου. Αυτό εξηγεί γιατί, η θεώρηση και η εκτίμηση του έργου του Χριστού, της Παναγίας ή των αγίων της Εκκλησίας, οδη­γούν τον ερευνητή σε ένα έντονο ενδιαφέρον για το πρό­σωπο εκείνων και τελικά στην επιθυμία μιας προσωπι­κής αγαπητικής σχέσης μ' αυτούς. Η προσοχή των φιλοκαλικών πατέρων επικεντρώνεται, πρώτα απ' όλα στο ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας, γι' αυτό κάθε αναφορά σ' Αυτήν προϋποθέτει μια προσωπική σχέση και μια προσωπική τοποθέτηση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μοναχοί της αθωνικής πολιτείας αισθάνονται εκεί σαν το Περιβόλι της Παναγίας και ότι όλοι οι ορθόδο­ξοι μοναχοί έχουν την Θεοτόκο ως Προστάτισσα.

Την ίδια ευλάβεια και οικειότητα προς το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού συναντάμε στην ζωή των απλών πιστών μας. Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ρουμάνους πνευματικούς, ο π. Παΐσιος Ολάρου, έλεγε ότι ο πατέρας του, απλός αγρότης, ήξερε απ' έξω τον πα­ρακλητικό κανόνα προς την Θεοτόκο και τον έλεγε κα­θημερινά, ενώ ο ίδιος ο πατήρ Παΐσιος συμβούλευε όλους τους πιστούς να ζουν κάθε μέρα με την συνείδηση ότι βρίσκονται στην αγκαλιά της Παναγίας. Αυτή η ι­διαίτερη ευλάβεια των πιστών προς την Παναγία είναι μία φυσιολογική συνέπεια, και συνέχεια ταυτόχρονα, της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, όπου η Θεοτό­κος κατέχει μια κεντρική θέση, αλλά είναι και μια βέβαιη απήχηση της φιλοκαλικής νηπτικής θεολογίας και πνευματικότητας1.

Οι φιλοκαλικοί πατέρες αναπτύσσουν μία πλουσιό­τατη μαριολογία ή, μάλλον σωστότερα, μία πλουσιότα­τη θεοτοκολογία2 παρ' όλο που όπως είναι γνωστό και λέχθηκε κιόλας εδώ, οι βιβλικές αναφορές στην Πανα­γία είναι λίγες. Θα περιορισθούμε σε μερικές μόνο πτυ­χές του θέματος, για να κλείσουμε με σύντομα συμπερά­σματα.
Καταρχήν, μπροστά στο μυστήριο του Προσώπου της Μητέρας του Θεού, οι πατέρες ομολογούν την αδυ­ναμία τους να εκφράζουν αυτά που αισθάνονται και βιώνουν και δεν βρίσκουν άλλη κατάλληλη γλώσσα παρά την υμνολογική, την δοξολογική.

Γράφει ενδεικτικά ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος και ανακεφαλαιώνει, συνοψίζει και αυξάνει την μέχρι αυτόν αντίστοιχη νηπτική παράδοση:

Εις την υπόθεσιν της ανωτέρας πάντων των αγίων Μητρός του Θεού... όχι μόνο ένας ρήτωρ, ο πλέον δια­λεκτός από όλους, δεν ήθελε φθάσει να εγκωμιάση κατ' αξίαν, αλλά αν ήταν δυνατόν να ευρεθούν και να γενούν ένα στόμα όλοι όσοι εσώθησαν με τον άφθορον τόκον της, πάλι δεν ήθελε φθάσουν ουδέ εις το ελάχιστον. Διό­τι, ανίσως και όλη η κτίσις δεν είναι ικανή να προσφέρη εις Αυτήν καν σήμερον δοξολογίαν, ωσάν έγινε μήτηρ του Κτίστου των απάντων, πώς ήθελε είναι ικανή η δύναμις μόνων των ανθρώπων, καν και ολονών είπης, να δοξολογήση τα μεγαλεία της; Και δεν ήθελε φανή ωσάν μικροτάτη ρανίδα έμπροσθεν εις μίαν άβυσσον δόξης; Ποίος νους ήθελε δυνηθή, δεν λέγω να χωρήση μέσα εις το βάθος αλλ' ουδέ όλως να παρακύψη, καν εις τα προαύλια της θείας ταύτης σκηνής, δηλαδή της Παρθένου, εις την οποίαν εκατοίκησεν ο υπεράνω πάντων των ό­ντων Θεός. ο των ουρανών Βασιλεύς3...

Αλλού, ο ίδιος Πατήρ λέγει, θαυμάζοντας το έργο που τελείται από τον Ίδιο τον Θεό μέσα από το πρόσω­πο της Παναγίας:

Αλλ' ω Θεομήτωρ Παρθένε, και ποίος λόγος δύνα­ται να επαινέση το θείον σου κάλλος; Επειδή τα ειδικά σου χαρίσματα δεν περιορίζονται από λόγους και νοή­ματα, διότι υπερβαίνουν κάθε λόγον και διάνοιαν... Έτσι εσκήνωσε σ' αυτήν απορρήτως και από αυτήν προήλθε σαρκοφόρος ο Λόγος του Θεού, θεουργώντας την φύση μας και χαρίζοντάς μας κατά τον θείον απόστολο αγαθά «στα οποία επιθυμούν να παρακυττάζουν άγγελοι». Κι αυτό είναι το υπερφυές εγκώμιο και η υπέρδοξη δόξα αυτής της αειπαρθένου, ενώπιον της ο­ποίας ηττάται κάθε νους και λόγος, ακόμη και αγγελικός αν είναι. Τα δε μετά την απόρρητη γέννηση ποίος λόγος θα μπορέσει να εκφράσει4;

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, βλέποντας ότι κάθε «ύμνος ηττάται συνεκτείνεσθαι σπεύδων» απέναντι στα μεγαλεία της Θεοτόκου, καταλήγει:

Έστι μεν ανθρώπων ουδείς, ος κατ' αξίαν την θεομήτορα ευφημήσαι δυνήσεται, ουδ' ει μύριαι γλώσσαι συνέλθοιεν, των καθηκόντων επαίνων εφίκοιντο. Πάντα γαρ αυτή θεσμόν εγκωμίων υπέρκειται...5

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος και έ­γραψε χιλιάδες σελίδες για την Μητέρα του Θεού, γρά­φει και τα παρακάτω, τα οποία απηχούν την θεολογία των μεγάλων φιλοκαλικών πατέρων Μαξίμου του Ομολογητού, Ανδρέου Κρήτης και Γρηγορίου Παλαμά, και εξηγεί ότι αυτός ο θαυμασμός μπροστά στα μεγαλεία της Παναγίας οφείλεται στο μοναδικό Της ρόλο στην ένσαρκον οικονομία του Θεού:
Αν τα εννέα τάγματα των αγγέλων ήθελον κρημνισθή από τους ουρανούς, και να γενούν δαίμονες. Αν όλοι οι άνθρωποι εγένοντο κακοί. Αν όλα τα κτίσματα, ουρανός, φωστήρες, ιερείς, ζώα, ήθελον αποστατήσει κατά του Θεού. Όλαι αυταί αι κακίαι των κτισμάτων συγκρινόμεναι με το πλήρωμα της Αγιότητος της Θεο­τόκου δεν εδύναντο να λυπήσουν τον Θεόν. Διότι μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτο ικανή να τον ευχαρίστηση κατά πάντα. Αυτή μοναχή, σταθείσα ανάμεσον Θεού και αν­θρώπων, τον μεν Θεόν υιόν ανθρώπου εποίησε, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Χωρίς την μεσιτείαν αυτής κανέ­νας, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, δύναται να πλησίαση εις τον Θεόν, επειδή και αυτή ευρίσκεται μόνον μεθόριον αναμεταξύ της ακτίστου και κτιστής φύσεως. Αυτή μόνη είναι θεός αμέσως μετά τον Θεόν και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ως ούσα Μήτηρ αληθώς του Θεού. και Αυτή μοναχή είναι, όχι μόνον ο θησαυροφύλαξ όλου του πλούτου της θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής εις όλους, και αγγέλους και ανθρώπους, όλων των από Θεού διδομένων εις την κτίσιν υπέρ φυσικών ελλάμψεων και θείων και πνευματικών χαρισμάτων. Και δεν είναι τινάς που να την επεκαλέσθη με πίστιν και να μην του υπήκουσε με ευσπλαχνίαν. Αυτός ο Υιός του Θεού και αγαπητός Υιός της Παρθένου έδωκε τη μητέρα Του δια μητέρα μας και συνήγορον να μας βοηθή προς σωτηρίαν μας6.

Μια, πράγματι, τολμηρή γλώσσα, η οποία προκαλεί την αντίδραση των θεολόγων της εποχής και αναγκάζει τον Άγιον Νικόδημο να απαντήσει με μια απολογία. Στην απολογία αυτή θεμελιώνει τις απόψεις του πάνω σε κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, ανάμεσα στους ο­ποίους σημαντική θέση κατέχει ο Άγιος Γρηγόριος Πα­λαμάς. Από τον εκτεταμένο δεύτερο Λόγο του εις τα Εισόδια της Θεοτόκου αναφέρει και το έξης κείμενο του μεγάλου ησυχαστή θεολόγου.
Αύτη πρώτη δεχόμενη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος καθίστησε τοις πάσι χωρητόν κατά το μέτρον της εκάστου καθαρότητος, ώστε προς αυτήν οράν τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, απλώς πάσι τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς αυτήν απαθούς και θείου πόθου και του αΰλου και αλήκτου έρωτος έψεται και η του θείου φωτισμού τανότης... Ουκούν αυτή μόνη μεθόριον έστι κτιστής και ακτίστου φύσεως και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ειμή δι' αυτής. Και ουδέν των εκ Θε­ού δωρημάτων, ειμή δι' αυτής7.

Η θεολογική και υμνολογική αυτή τόλμη των νη­πτικών πατέρων βασίζεται όχι μονάχα στην διδασκαλία και στις ιστορικές πληροφορίες περί της Θεοτόκου, αλ­λά κυρίως στην προσωπική εμπειρία της σχέσεώς τους με την ίδια την Μητέρα του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αισθάνεται δειλίαν μπροστά στην δόξα, το κάλλος και τα μεγαλεία της Θεοτόκου, αλλά παίρνει θάρρος ενθυμούμενος τις εμφανίσεις της Παναγίας προς αυτόν και τις πλούσιες δωρεές της, τις οποίες ομολογεί με ευγνωμοσύνη, αφού όταν έγραφε, ήταν νωπές στην μνήμη του.

Και οι χάριτες -γράφει ο άγιος- όπου έλαβον από Αυτήν έως τώρα, και προς τούτας η ακένωτος της Παρ­θένου φιλανθρωπία υπόσχονται να μοι συγχωρήσουν δια τούτο. Επειδή και Αυτή ωσάν μια ψυχή, συγκρατεί ό­λους της τους υπηκόους, και ευρισκομένη πάντοτε κο­ντά εις όλους όπου την επικαλούνται, τελεί πάντα προς το συμφέρον με την ακατάπαυστον προς τον Υιόν της πρεσβείαν, καθώς ημείς εμπράκτως εγνωρίσαμεν, και έχομεν την πίστιν βεβαιοτέραν από τα αγαθά όπου αυτή μας εχάρισεν8.

Αναφέρουμε ως προς αυτό και μια συγκινητική ενός συγχρόνου νηπτικού πατρός μαρτυρία. Πρόκειται για τον Όσιο Σιλουανό, ο οποίος γράφει σχετικά:
Δεν ψεύδομαι, λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Θεού, ότι εν τω πνεύματι γνωρίζω την άχραντον Παρθένον. Δεν είδον Αυτήν, αλλά το Πνεύμα το Άγιον έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω Αυτήν και την αγάπην της δι' ημάς. Άνευ της ευσπλαχνίας της, η ψυχή μου θα απώλετο προ πολλού. Εκείνη όμως ηυδόκησε να με επισκεφθή και να με νουθετήση, ίνα μη αμαρτάνω. Είπεν εις εμέ «Δεν εί­ναι αρεστόν εις εμέ να βλέπω τα έργα σου». Οι λόγοι Αυτής ήσαν ευχάριστοι, ήρεμοι, πράοι, και συνεκίνησαν την ψυχήν. Παρήλθον υπέρ τα τεσσαράκοντα έτη, αλλ' η ψυχή μου δεν δύναται να λησμονήση εκείνην την γλυκείαν φωνήν και δεν γνωρίζω πώς να ευχαριστήσω την αγαθήν ελεούσαν Μητέρα του Θεού. Και. Τί να α­νταποδώσω εγώ εις την Υπεραγίαν Δέσποιναν, Ήτις δεν με απεστράφη βεβυθισμένον εις την αμαρτίαν, αλλά επεσκέφθη εμέ ελεημόνως και με εσυνέτισε9.

Το βασικό κίνητρο της προσωπικής αυτής σχέσεως και της θεολογίας ή μάλλον υμνολογίας των νηπτικών πατέρων είναι ο απαθής πόθος τους, που τους ελκύει προς την Παναγία. Χαίροις, Μαρία, γλυκύτατον της Άννης θυγάτριον -γράφει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός- προς σε γαρ αύθις ο πόθος ανθέλκει με... Ο Άγιος Γρη­γόριος Παλαμάς μιλάει και αυτός περί του απαθούς και θείου πόθου και περί του αΰλου και αλήκτου έρωτος. Ο Άγιος Νικόδημος γράφει πάλι. Ω, γλυκυτάτη και πράγ­μα και όνομα Μαριάμ, τί πάθος είναι τούτο, όπου αισθά­νομαι εις τον εαυτόν μου; εγώ δεν ημπορώ να χορτάσω τους επαίνους των μεγαλείων σου. Όσον γαρ περισσότερον τα επαινώ, τόσο περισσότερον τα ορέγομαι, και ο πόθος μου επ' άπειρον προβαίνει, και η επιθυμία μου ακόρεστος γίνεται. διό και πάλιν επιθυμώ να τα επαινέσω10.

Πρόκειται για μια αγαπητική σχέση παρόμοια μ' ε­κείνη που ποθούν οι πατέρες οι φιλοκαλικοί να έχουν με τον Ίδιο τον Θεόν και στην οποία η Παναγία ανταπο­κρίνεται χωρίς καθυστέρηση. Η ψυχή μου ούτως έλκε­ται προς Αυτήν δια της αγάπης ώστε και μόνον η επίκλησις του ονόματός της γλυκαίνη την καρδίαν μου.
       Άλλος σύγχρονος αγιορείτης μοναχός, ο Αθανά­σιος Ιβηρίτης, εκφράζει με τους ίδιους όρους την χάριν που λαμβάνει η ψυχή του μπροστά στην θεωρία του μυ­στηρίου της ενσάρκου οικονομίας:

Τρυφή ουράνια και απόλαυσις υπερκόσμιος η στιγ­μή, καθ' ην ο άνθρωπος σκέπτεται το μυστήριον της εν­σάρκου οικονομίας με όργανον την Παναγίαν Παρθέ­νον. Η Μαρία με τον Ιησούν, ο Ιησούς με την Μαρίαν, τα δύο αυτά πάνσεπτα και γλυκύτατα ονόματα, ιδού ο Παράδεισος11.

Από αυτή τη βιωματική εμπειρία των νηπτικών πα­τέρων πηγάζει η αναφερόμενη πλουσιότατη θεοτοκολο­γία ή μαριολογία, η οποία εκφράζεται σε γλώσσα αποφατική, υμνολογική, ποιητική. Η αγάπη τους προς την Παναγία είναι εκείνη που ανοίγει τους πνευματικούς ο­φθαλμούς να γνωρίζουν το μυστήριο. Αδυνατούμε να συλλάβουμε τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών... λέγει πάλι ο Άγιος Σιλουανός. Η αγάπη είναι το μοναδικό κίνητρο που ωθεί τους πατέρες να γνωρίζουν το μυ­στήριο και να θεολογούν, επειδή η γνώση και η θεολο­γία γι' αυτούς είναι μέθεξη, είναι συμμετοχή, κοινωνία, αγαπητική σχέση. Απ' εδώ και ο πόθος να γνωρίζουν.

Παρατηρώντας, με κάποιο παράπονο, ότι η Γραφή μας προσφέρει πολύ πενιχρές πληροφορίες για την Πα­ναγία, ο ίδιος όσιος πατήρ γράφει:

Αι ψυχαί ημών έλκονται να γνωρίσουν περί της ζω­ής Σου μετά του Κυρίου επί γης, Συ δε δεν ηυδόκησας να παραδώσης πάντα ταύτα τη Γραφή, αλλ' εκάλυψας δια της σιγής το μυστήριόν Σου. Και συνεχίζει χαρα­κτηριστικά. Η Θεοτόκος δεν παρέδωσε τη Γραφή ούτε τας σκέψεις Της, ούτε την αγάπην της προς τον Θεόν και Υιόν Αυτής, ούτε τας οδύνας της ψυχής Της κατά τον καιρόν της σταυρώσεως, διότι και τότε πάλιν δεν θα ηδυνάμεθα να συλλάβωμεν αυτά12.

Η ταπεινοφροσύνη τους από την μια πλευρά, και ο απαθής πόθος τους, από την άλλη πλευρά, οδηγούν τους νηπτικούς πατέρες στην τόλμη να προσεγγίσουν το μυ­στήριο και να το γνωρίσουν, χάρη στην αποκάλυψη την οποία προϋποθέτει η μέθεξη στην θεία πραγματικότητα. Ενδεής είναι ο νους μου και πτωχή και αδύνατος η καρ­δία μου, αλλ' η ψυχή μου χαίρει, και έλκομαι να γράφω έστω και ολίγους λόγους δι' Αυτήν, γράφει ο Άγιος Σιλουανός, εκφράζοντας όλην την νηπτική παράδοση.
Πολύ σημαντικό είναι και το τι ποθούν οι νηπτικοί πατέρες να μάθουν και να γνωρίζουν για την Παναγία. Τίποτα άλλο παρά την αγάπη Της προς αυτούς και προς τους συνανθρώπους τους. Οι νηπτικοί πατέρες δεν ανα­ζητούν θεωρητικές γνώσεις, πληροφορίες, ούτε απαντή­σεις σε επιστημονικές ερωτήσεις. Ως πρόσωπα που αγα­πούν θέλουν να γνωρίσουν και να ζουν την αγάπη του α­γαπημένου προσώπου. Και λαμβάνουν την απάντηση στον πόθο τους αυτό κατά το μέρος της αντίστοιχης πνευματικής τους προετοιμασίας μέσα από μια συνεχή προσωπική θεία αποκάλυψη.

Το μόνο που γράφει και ομολογεί με κάθε βεβαιότη­τα για την Παναγία ο Άγιος Σιλουανός είναι η αγάπη Της για όλο τον κόσμο:

Και παρ' όλον ότι ή ζωή της Θεοτόκου, ως εάν εκαλύπτετο υπό αγίας σιγής, όμως ο Κύριος εφανέρωσεν εις την Εκκλησίαν ημών, ότι Αυτή περιβάλλει όλον τον κόσμον και εν Πνεύματι Αγίω βλέπει όλους τους λαούς της γης, και ως και ο Υιός Της, τους πάντας σπλαχνίζεται και ελεεί. Και κλείνει. Ω, εάν θα γνωρίζομεν ποτέ, οπόσον αγαπά η Παναγία πάντας, όσοι φυλάττουν τας εντολάς του Χριστού, και πόσον λυπείται και θλίβεται δι' εκείνους, οι οποίοι δεν μετανοούν. Τούτο εδοκίμασα εκ πείρας μου13.
Η αγαπητική σχέση με την Παναγία την οποία τό­σον ποθούν οι νηπτικοί πατέρες μεταφράζεται σε θεία μέθεξη και κοινωνία. Για όλους, ανεξαιρέτως, η Πανα­γία είναι η πηγή θείας Χάριτος. Ιδού τι γράφει ο Θεο­φάνης ο Ομολογητής:

Την Θείαν Χάριν προμηθεύει και μοιράζει στον κό­σμο ο Παράκλητος. Και έχει ως πρώτον δοχείον την αν­θρώπινή μας φύση που ο Σωτήρας παρέλαβε εκ της Παρ­θένου. Ενώ η ουράνια σκηνή της Μητέρας του Θεού εί­ναι το δεύτερο, αμέσως μετά απ' Εκείνο. Επειδή ο Θείος Λόγος, ο δωρητής δια της φύσεως του Πνεύματός Του γεμίζει μ' Αυτό πρώτο το δικό Του το σπίτι και ναό και έπειτα, από εκεί, το Πνεύμα το Άγιο, πηγάζοντας σαν από πηγή, περνά και στο δεύτερό Του σπίτι και ναό, που είναι η Μήτηρ Του.
Ένας σύγχρονος μακαριστός ρουμάνος μοναχός, ο π. Δοσίθεος Μοράριου, σε σημαντικότατο βιβλίο του περί της θείας Χάριτος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, γράφει αναφορικά με τον ουσιαστικό ρόλο της Πανα­γίας στην συνεχή σωτήρια θεία οικονομία:

Είναι αδύνατον, και για μας τους ανθρώπους και για τους αγγέλους να γινόμαστε μέτοχοι των δωρεών του Θεού, με άλλο τρόπο, έκτος από την μεσιτεία της Πανα­γίας Θεοτόκου, επειδή η ανθρώπινη σάρκα του Υιού του Θεού είναι ενωμένη με την σάρκα Της. Γι' αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι καθώς ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι' Υιού, το ίδιο και προς τον Υιόν, την πηγή της Χάριτος, ουδείς έρχεται ει μη δια της Μητρός Αυτού14.

Και πάλι, ο ίδιος πατήρ γράφει συμπερασματικά: Η Μήτηρ του Θεού, δια τον μοναδικό θεϊκό Της ρό­λο στην ένσαρκον σωτηριώδη οικονομία, με το γεγονός ότι έδωσε σάρκα εκ της σαρκός Της στον Υιό του Θεού, φτάνει στην πιο υψηλή μορφή ενότητος του ανθρώπου με τον Θεό επί της γης, είναι το πρώτο ανθρώπινο πρό­σωπο πλήρως ενωμένο με τον Θεό. Με το να είναι πλή­ρως θεοποιημένη και βρισκόμενη στην κορυφή της ιεραρχίας πάντων των αγίων, Αυτή κατέστη θησαυρός της θείας χάριτος, από τον οποίο κατά την θεία δικαιοσύνη και βουλή λαμβάνουν όλα τα κτίσματα15.

Όπως προέκυψε και από τις μέχρι τώρα παραπομπές σε νηπτικά κείμενα, το ενδιαφέρον των νηπτικών πατέ­ρων απέναντι στο πρόσωπο της Παναγίας αφορά όχι μό­νο την συμμετοχή Της στην ενσάρκωση του Λόγου και Υιού του Θεού, αλλά και το παρόν έργο Της στην ζωή τους και γενικά στην ζωή των χριστιανών. Η Παναγία είναι η πρώτη που οι πατέρες επικαλούνται σαν μεσίτρια στις προσευχές τους και, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι, Αυτή ανταποκρίνεται με μεγάλη προθυμία. Σε συνομιλία του με τον Όσιο Μάξιμο τον Καψοκαλύβη, ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον ρωτάει εάν κρατεί την νοεράν προσευχήν και λαμβάνει την εξής απάντηση:
Δεν θέλω σου κρύψη, τίμιε Πάτερ, το θαύμα της Θε­οτόκου, όπου έγινεν εις εμέ. εγώ εκ νεότητός μου είχον πολλήν πίστιν εις την κυρίαν μου Θεοτόκον και την επαρακαλούσα μετά δακρύων να μου δώση αυτήν την χά­ριν της νοεράς προσευχής.και μίαν των ημερών πηγαί­νοντας εις τον ναόν της, καθώς είχα συνήθειαν, την επαρακαλούσα πάλιν με άμετρον θερμότητα της καρδίας μου. και εκεί όπου ασπαζόμουν με πόθον την αγίαν  εικόνα της, παρευθύς αγροίκησα εις το στήθος μου και εις την καρδίαν μου μίαν θερμότητα και φλόγα, όπου ήλθεν από την αγίαν εικόνα, όπου δεν έκαιεν, αλλά με εδρόσιζε και εγλύκαινε και έφερνε εις την ψυχήν μου μεγάλην κατάνυξιν. από τότε πλέον, Πάτερ, άρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν και ο νους μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου και της Θεοτόκου μου και να είναι πάντοτε μαζί με την ενθύμη­σιν αυτών. και πλέον από εκείνον τον καιρόν δεν έλειψεν η προσευχή από την καρδίαν μου.συγχώρησόν μοι16

Κάθε βράδυ όπου επήγαινε δια να κοιμηθή επροσεύχετο, και άρχισε να θερμαίνεται η καρδιά του και να του έρχεται κατάνυξις και να τρέχουν από τα μάτια του, δάκρυα περισσά και να κάνη συχναίς φοραίς γονυκλισίαις πολλαίς και να λέγη και άλλας ευχάς εις την Θεοτόκον με αναστεναγμούς και με πόνον καρδίας. και του εφαίνετο πως παραστέκεται έμπροσθεν εις τον Κύριον σωματικώς...
Θα κλείσω με μερικά σύντομα συμπεράσματα.
1.  Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην νηπτική θεολογία -η οποία είναι αντιπροσωπευτική για την ορθόδοξη θεολογία- βρίσκουμε μια πολύ αναπτυγμένη θεοτοκολογία.

2.  Η όλη φιλοκαλική διδασκαλία περί της Θεοτό­κου και του ρόλου Της στο μυστήριο της ενσάρκου οι­κονομίας βασίζεται μεν στις σχετικές βιβλικές διηγή­σεις, αλλά κατανοείται και επιβεβαιώνεται, εμβαθύνεται και αυξάνεται, μέσα από τηναγιοπνευματική εμπειρία της προσωπικής σχέσεως των νηπτικών πατέρων με την Μητέρα του Θεού.

3.  Αυτή η προσωπική σχέση εν Αγίω Πνεύματι εί­ναι σχέση αγαπητική, η οποία έχει ως κίνητρο και τέ­λος τον απαθή πόθο.

4.   Ερμηνεύοντας την βιβλική ιστορία κάτω από το φως της προσωπικής θείας εμπειρίας, οι φιλοκαλικοί πα­τέρες αποδίδουν στην Μητέρα του Θεού σημαντικότατο ρόλο στο μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας, και μιλούν για την ουσιαστική συμβολή Της, πρώτα με τον ε­νάρετο βίο Της, δια του οποίου έλκυσε την αγάπη του Θεού, δεύτερον, δια την χωρίς δισταγμόν ελεύθερη συγκατάθεσή Της στην θεία βούληση, και τρίτο, δια της συνεχούς μεσιτείας Της, ως πρεσβεύουσα υπέρ ημών, αλλά και ως πηγάζουσα θείας χάριτας προς την ανθρω­πότητα. Οι πατέρες δεν έχουν καμιά απολύτως επιφύλα­ξη να χαρακτηρίζουν και να ονομάζουν την Παναγία, χάρι στο ρόλο Της στην ένσαρκο θεία οικονομία, ως με­τά Θεόν θεό.

5.
  Για τους φιλοκαλικούς πατέρες, η Παναγία δεν εί­ναι μόνο παρελθόν, αλλά και παρόν. Δεν είναι μια ιστο­ρική προσωπικότητα η οποία κάποτε έπαιξε ένα σπου­δαίο ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά είναι μια ζωντανή παρουσία, ένα ζωντανό πρόσωπο, πάντοτε παρόν, με το οποίο ποθούν να βρίσκονται σε συνεχή αγαπητική σχέση.

6. 
  Η θεοτοκολογία των νηπτικών πατέρων συμφωνεί πλήρως μ' εκείνη που προβάλλουν και εκφράζουν η λει­τουργική ζωή της Εκκλησίας, η υμνολογία και η αγιογραφία της Εκκλησίας, η πνευματική ζωή των πιστών μας, αλλά δεν βρίσκει την ίδια απήχηση στην ακαδη­μαϊκή επιστημονική θεολογία, η οποία διστάζει ακόμη, με σπάνιες εξαιρέσεις, να υιοθετήσει τη νηπτική-φιλοκαλική παράδοση και τις αρχές της ως ερμηνευτικό και επιστημονικό κριτήριο.

Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος Μαρία



 Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος Μαρία
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΜΑΡΙΑ
Π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ


Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται την παρθένο Μαρία αληθινά Θεοτόκο και κηρύττει την αειπαρθενία της δηλαδή έμεινε παρθένος, όχι μόνο κατά τη γέννηση του Xριστoύ, αλλά και μετά από αυτήν.

Η παρθένος Μαρία δεν γέννησε βέβαια τη θεία φύση τού Χριστoύ. Όμως στα σπλάχνα της ενώθηκε πραγματικά ο Θεός με τον άνθρωπο, η θεία και η ανθρώπινη φύση. Έτσι η παρθένος Μαρία έγινε το εργαστήριo της θεανθρώπινης ένωσης και είναι αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. α' 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ' 1).

Ο Xριστός δεν είχε δύο πρόσωπα, αλλά ένα. Γι' αυτό λέμε πώς αυτό πού συμβαίνει στη μία Του Φύση, συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο. Ότι συμβαίνει στο σώμα Του συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο, γιατί ήταν πραγματικά δικό Του σώμα (πρβλ Πράξ. κ' 28).

Έτσι λέμε πώς η παρθένος Μαρία έγινε πραγματικά «μήτηρ τού Κυρίου», δηλαδή αληθινή Θεοτόκος (Λουκ. α' 43).

Αν η παρθένος Μαρία δεν είναι Θεοτόκος, αν δηλαδή δεν ενώθηκε στα σπλάχνα της ο Θεός με τον άνθρωπο, δεν συντελέσθηκε η σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί «το απρόσληπτov και αθεράπευτον». Αν ο άνθρωπος δεν προσλήφθηκε ολοκληρωτικά από τη θεία φύση τού Xριστoύ, αν δεν ενώθηκε με τον Θεό «ασυγχύτως και ατρέπτως» στο ένα πρόσωπο τού Xριστoύ, τότε ο Xριστός δεν έσωσε τον άνθρωπο.

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ



Του Μοναχού Μωυσή, Αγιορείτη
Η Παναγία αναμφισβήτητα υπήρξε η ταπεινότερη, καθαρότερη, σεμνότερη, σιωπηλέστερη, ωραιότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου. Υπήρξε μητέρα του Θεού και των ανθρώπων. Η ταπείνωσή της ήταν γνήσια, η καθαρότητά της επιλεγμένη, η σεμνότητά της κόσμημά της, η σιωπή της πιο βροντερή από το πιο μεγαλόστομο κήρυγμα.
Η ιερότητά της πασιφανής και δεδομένη. Η αμόλυντη ταπεινοφροσύνη της, η αειπαρθενία της σε όλο της το είναι, η χαρακτηριστική της σεμνότητα και η απέραντη σιωπή του όλου βίου της καθίστανται λίαν διδακτικά σε όλους μας πάντοτε.
Η φιλότιμη, πρόθυμη και πρόσχαρη υπακοή της Θεοτόκου στο θείο θέλημα φανερώνει αγάπη και ταπείνωση, τόλμη κι έμπνευση. Δεν είναι μια πράξη αθέλητη, βίαιη, βιαστική, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και φοβάται. Το μεγαλείο της αδυναμίας, των δικαιολογημένων επιφυλάξεών της, την κάνουν μεγάλη, υπέροχη, θαυμαστή και μοναδική. Μια ανύπαντρη μητέρα κατά το νόμο ήταν άξια μόνο για λιθοβολισμό. Εκείνη όμως είπε εγκάρδια: Ω ας γίνει το θέλημα του Θεού και όχι το δικό μου.
Η άκρα εμπιστοσύνη της κόρης της Ναζαρέτ στην υπό του αρχαγγέλου Γαβριήλ θεία βουλή πολλά έχει να πει σ΄ εμάς όλους, που ακόμη δεν εμπιστευόμαστε τον Θεό κι έχουμε τόσες μα τόσες επιφυλάξεις και θέτουμε προϋποθέσεις και αναμένουμε και κάποια ανταλλάγματα. Δεν είναι έτσι;
Είναι συγκινητική η στάση της Παναγίας στον γάμο της Κανά. Μένει ως συνήθως σιωπηλή. Κάποια στιγμή, βλέποντας να ξεμένουν από κρασί στο τραπέζι, λύνει τη σιωπή της και παρακαλεί τον αγαπητό Υιό της να ευλογήσει το νερό και να γίνει κρασί, για να μη μείνει ο προσκεκλημένος κόσμος με μισή χαρά.
Ο Χριστός κάνει πως δεν την ακούει, φαίνεται πως διαχωρίζει τη θέση του από αυτήν. Τελικά όμως κάνει αυτό που του ζητά. Στο Άγιον Όρος λέγουν οι Γέροντες πως ότι ζητά η Παναγία από τον Χριστό της το κάνει, γιατί την αγαπά ιδιαίτερα. Στην Κανά είναι η δεύτερη φορά που η Παναγία λύνει τη σιωπή της.
Την πρώτη ήταν στον εξαίσιο Ευαγγελισμό και άλλη μία όταν στο ναό ζητούσε τον δωδεκάχρονο Ιησού. Στην Κανά λοιπόν λύνει την ωραία σιωπή της, για να παρακαλέσει τον Υιό της να θαυματουργήσει, για να μη μείνει μισή η χαρά των καλεσμένων στον γάμο. Γίνεται έτσι η αιτία της χαράς των ανθρώπων, συνδέοντάς τους με τον Δωρεοδότη, Θαυματοδότη και Χαριτοδότη Κύριο.