Τί σημαίνει γιά τήν ᾿Ορθοδοξία ἡ Παναγία της;
῾Η Παναγία εἶναι ἡ λαμπρότερη μορφή στό ἁγιολόγιο καί ἑορτολόγιο τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ θεομητορικές γιορτές «πνίγουν» κυριολεκτικά τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια. Τήν τιμᾶ ὡς τό γλυκύτερο καί ὑψηλότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τή δόξα τοποθετεῖ πιό πάνω ἀπό τή δόξα τῶν ἀγγέλων. Τήν ψάλλει ὡς «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Καί εἶναι μέν ὁ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν»83, ὅμως ἡ τιμή καί ἡ χάρη του δέν μποροῦν νά παραβληθοῦν πρός τό «μητροπάρθενον κλέος» τῆς ἁγνῆς Κόρης, ἡὁποία φιλοξένησε στή μήτρα της καί γέννησε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
῾Η μεγάλη τιμή τῆς Θεοτόκου ὀφείλεται στό μεγάλο ἀξίωμα πού τῆς χάρισε ὁ ρόλος της στό χριστολογικό μυστήριο. ῾Η Μαρία ἦταν ἡ χρυσή πύλη, διά τῆς ὁποίας εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ. ᾿Από ἀνθρώπινη πλευράἦταν ἡ ἀπαραίτητη συνθήκη γιά νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός. ῾Η ἀνθρωπότητα πρόσφερε σάν δῶρο στό Θεό τήν Κόρη της, ἀπό τήν ὁποία μποροῦσε ὁ Λόγος Του νά περάσει στό προσκήνιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά περάσει ἀπό ἀνθρώπινη Μάνα γιά νά γίνει ἀληθινός ἄνθρωπος. ῎Οχι ὅμως ἀπόὅποια Μάνα, ἀλλά ἀπό Μάνα πού ἦταν ἄξια τοῦ φοβεροῦ μυστηρίου. ῎Αν ἔλειπε αὐτή, δέν θά συντελοῦνταν τό θεανθρώπινο μυστήριο. Καί σάν Μάνα του ἐπέλεξε ὁ Θεός τήν Μαρία, τήν κόρη τοῦ᾿Ιωακείμ καί τῆς ῎Αννας· τό πλάσμα τόὡραῖο καί πάγκαλο, τήν «κεχαριτωμένην», ἡ πνευματική ὀμορφιά τῆς ὁποίας «μέθυσε» τόν ἄγγελο, ὅταν αὐτός τή χαιρέτισε στό ταπεινό σπίτι τῆς Ναζαρέτ. ῾Η ᾿Ορθοδοξία τιμᾶ τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τό σέμνωμα καί ἐγκαλλώπισμά της, τήν ὁποία βλέπει καί σάν δική της Μητέρα, ἐλπίδα καί προστασία της.
Μέ τό δικό μας μυαλό καί στή βάση τῆς φυσικῆς τάξεως τοῦ κόσμου κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο νά συμβεῖ. ῾Ο Θεός δέν εἶναι ὄν φυσικό γιά νά μπορεῖ νά γεννηθεῖὅπως γεννῶνται ὅλοι οἱἄλλοι ἄνθρωποι. Μιά τέτοια γέννηση δέν θά εἶχε νόημα. Τότε μόνο θά ἦταν δυνατή, ἄν, εἴτε ἡ Μητέρα του ἦταν καί αὐτή Θεά, τῆς ἴδιας δηλαδή φύσεως μέ αὐτόν, ὥστε τό ὅμοιο νά γεννήσει τό ὅμοιο, εἴτε ὁ Θεός κατέβαινε στήν τάξη τῶν κτισμάτων, ὥστε κτίσμα νά γεννήσει ἄλλο κτίσμα.
Ποία εἶναι τότε ἡ σημασία τῆς γεννήσεως τοῦ Θεοῦ; Γεννήθηκε ἤ ὄχι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; Καί γεννήθηκε καί δέν γεννήθηκε. Δέν γεννήθηκε φυσιολογικά, γεννήθηκε ὅμως μυστηριακά. Τό πρῶτο, γιατ ίἡ φύση τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νάὑπαχθεῖ σέ φυσικές καταστάσεις ἁρμόζουσες σέ κτίσματα· τό δέ δεύτερο, γιατί κατά τή γέννηση ὁ Θεός ἦταν βαθιάἑνωμένος μέ τόν ἄνθρωπο «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». ᾿Εδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κέντρο τοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο ἐμεῖς οἱἄνθρωποι δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Αὐτό πού βγῆκε ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μαρίας δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος («ψιλός» ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος), ἀλλ’ ἄνθρωπος ἑνωμένος στενά μέ τή θεότητα ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως. ῏Ηταν Θεάνθρωπος. ῎Ετσι τοῦ Χριστοῦ ἡ μέν γέννηση ὡς ἀνθρώπου ἦταν φυσική, ὡς Θεοῦ δέὑπερφυσική. ᾿Από τήν πλευρά τῆς Μαρίας ὁ Χριστός πῆρε φύση ἀνθρώπινη πραγματική. ῾Η Μαρία ἦταν ἄνθρωπος καί γέννησε ἄνθρωπο. ᾿Από δέ τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ἡ σύλληψη καί ἡ γέννησή του ἦταν γεγονότα ὑπερφυσικά.
῾Η σύλληψη τοῦ Χριστοῦἦταν παρθενική, ὅπως παρθενικήἦταν καί ἡ γέννησή του. Σ’ αὐτές δέν λειτούργησαν οἱ φυσικοί νόμοι, ὅπως σέὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. ῾Ο Χριστός δέν συνελήφθη μέ τή φυσική σύμπραξη τοῦ ἀνδρός, ἀλλά μέ τήν συνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. Μέ τή σύλληψη ἑπομένως ἡ Μαρία δέν ἔχασε τήν παρθενία της, ὅπως δέν τήν ἔχασε καί μέ τή γέννηση τοῦ τόκου της. ῾Η Μαρία ἦταν καί παρθένος καί μητέρα, Παρθενομήτωρ. Αὐτό συνιστοῦσε τό θαῦμα της· «Τίς γάρ ἔγνω μητέρα ἄνευ ἀνδρός τετοκυῖαν;» ψάλλει μέ σεμνοπρέπεια ἡ᾿Εκκλησία μας. ῾Ως ὑπερφυσικήἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦἦταν ἀνώδυνη (χωρίς νά προκαλέσει πόνο) καίἀλόχευτη. ῾Η Μαρία δέν ἔνιωσε τίς ὀδύνες τοῦ τοκετοῦ, οἱὁποῖες ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως85. Οὔτε εἶχε καί τά φυσικά λόχια, πούἀκολουθοῦν σέ κάθε φυσική γέννηση.
῾Η Μαρία ἦταν Μητέρα ἀειπάρθενη. Σ’ αὐτόἐπικεντρώνεται ἡ πίστη τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας, πού ψάλλει μέ περίσεμνη χαρά τά μεγαλεῖα τοῦἀπείρανδρου τόκου της.
Οἱ Προτεστάντες, ὡς ἄνθρωποι λογικοκρατούμενοι, ἀπορρίπτουν ὁρισμένες πτυχές τοῦ θεομητορικοῦ δόγματος. Καί ἐνῶ δέχονται τήν παρθενική σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ σαφῶς ἡ Γραφή, ἀρνοῦνται τήν παρθενική γέννησή του, γιατί μιά γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά τήν παρθενία τῆς ὅποιας μητέρας. Αὐτό βέβαια εἶναι ἀληθινό στή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων. Κάθε μάνα πού γεννᾶ δέν μπορεῖ νά παραμένει παρθένος. Πέρα ἀπό τά στεγανάὅρια τῆς φύσεως καί τῆς λογικῆς οἱἄνθρωποι δέν ἔχουν αἴσθηση τῆς μυστηριακῆς πραγματικότητας, ἡὁποία νικᾶ «φύσεως τάξιν». Κατ’ αὐτούς ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει μεγάλη σημασία. Δέν προσδίδει μεγάλο ἀξίωμα στή Μητέρα. Δέν μποροῦν νά τήν ἐντοπίσουν στήν ὑπερφυσική διάσταση τοῦ μυστηρίου της. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν καινότητα τοῦ τόκου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται ἡἄφθαρτη ἀπαρχή μιᾶς νέας πνευματικῆς ἀνακαίνισης καίἀναγέννησης τῶν ἀνθρώπων. Μιᾶς ἀναγέννησης πού σπάει τά δεσμά τῆς φθορᾶς πούἀπορρέουν ἀπό τήν παλαιότητα τῆς φύσεως τοῦ᾿Αδάμ. Μένουν ἀσάλευτα δεμένοι μέ τή φύση. ῾Η ὑπερφύση δέν τούς ἀκουμπᾶ.
Πολύ λιγότερο δέν μποροῦν νά δεχτοῦν τό «ἀειπάρθενον» τῆς Θεοτόκου. Κατά τούς Προτεστάντες μετά τή γέννηση τοῦ᾿Ιησοῦ, ἡ Μαρία ἦλθε σέ γαμική σχέση μέ τόν ᾿Ιωσήφ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε τέκνα, τούς φερομένους ὡς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Τίς ἀντιλήψεις τους αὐτές, προσπαθοῦν νά τίς στηρίξουν στήν ἁγία Γραφή. ῎Ετσι προσάγουν τά χωρία, εἰς τά ὁποῖα μνημονεύονται οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου καί τό Ματθ. 1,25· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Κακῶς ὅμως, γιατί ἀδελφοί τοῦ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά εἶναι στενοί συγγενεῖς του εἴτε ἀπό τήν πλευρά τοῦ᾿Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του ἀπό πρότερο γάμο) εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς Θεοτόκου. Τήν ἔννοια τοῦ ἀδελφοῦ σημαίνοντος τόν ἐξάδελφον ἤἀνεψιό, ἀπαντοῦμε σέ πολλά χωρία τῆς Γραφῆς· Γεν. 12,5. 13,8. 29,15. ῾Η φράση «ἕως οὗ» στήν ὁποία στηρίζουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι τή γνώμη τους, ὅτι δηλαδήὁ᾿Ιωσήφ δέν εἶχε σαρκική σχέση μέ τή Μαρία μέχρις ὅτου γέννησε τόν Υἱό της καί μετά ταῦτα ἦλθε σέ γαμική συνένωση μέ τή Μαρία, δέν μπορεῖ ἀναγκαίως νά στηρίξει τίς ἀπόψεις τους. ῾Ο χρονικός προσδιορισμός ἀναφέρεται σέ ἕνα ὁρισμένο χρονικό σημεῖο γιά τόὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ ὁμιλῶν, ἀφήνοντας τή χρονική συνέχεια ἀκαθόριστη. Στό Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί τοῦ κόρακος πού βγῆκε ἀπό τήν κιβωτό τοῦ Νῶε, ὁὁποῖος δέν ἐπέστρεψε σ’ αὐτήν «ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τόὕδωρ». Αὐτό δέν σημαίνει βέβαια ὅτι ὁ κόραξ γύρισε πίσω μετά τήν ἀποξήρανση τῶν ὑδάτων (βλ. Ψαλμ. 122,2). ῾Ομοίως καίἡ λέξη «πρωτότοκος» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην τόν πρῶτο μεταξύ πολλῶν ἀδελφῶν, ἀλλά τόν πρῶτο γεννηθέντα (βλ. ᾿Εξόδ. 34,19 ἑξ.), ἄσχετα ἄν ἀκολουθοῦν ἤὄχι ἄλλοι ἀδελφοί.
῎Αλλωστε δέν θά ἦταν σοβαρό νά πιστέψουμε, ὅτι ἡ Θεοτόκος μετά τήν πείρα της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τήν αἴγλη τοῦ θαύματος στόὁποῖο τόσο ἐπάξια λειτούργησε, θά εἶχε σκέψη καίἐπιθυμία νάἔλθει σέ γαμική σχέση μέἄντρα88. ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ἁπλῶς «μνήστωρ» (ἀρραβωνιστικός τῆς Θεοτόκου) καίὄχι σύζυγός της.
Φυσικάὄχι. ᾿Αναμάρτητος στήν κυριολεξία εἶναι μόνον ὁ Θεός πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς, ὁ πανάγιος Κύριος τῆς δόξης. ᾿Ιδέα ἤἴχνος ἁμαρτίας δέν μπορεῖ νάὑπάρξει στήν πανάσπιλη φύση του. ῎Αν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει, δέν θάἦταν Θεός ἀληθινός, πανάγαθος, πάνσοφος καί παντοδύναμος. ῾Αμαρτία καί θεότητα ἀποτελοῦν ἔννοιες ἀντικρουόμενες. Στή γῆ δέ, ἀναμάρτητος ὑπῆρξε μόνον ὁ Κύριος, ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος ὄχι μόνο δέν ἁμάρτησε, ἀλλ’ οὔτε εἶχε τή δυνατότητα νάἁμαρτήσει. Αὐτό, ὡς εἴδαμε, ἦταν ἀκολουθία τῆς μορφώσεως τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. ῎Αν καίἐλεύθερος ὁ Χριστός, δέν μποροῦσε ὡστόσο νά πέσει στήν ἁμαρτία, γιατί τό θέλημα τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του, θεωμένο στήν ὑποστατική ἕνωση, ἀκολουθοῦσε σταθερά τό θεῖο του θέλημα. ῎Αλλωστε ὁ Χριστός δέν εἶχε θέλημα γνωμικό, δηλαδή θέλημα ἔξω ἀπό τό θεανδρικό του μυστήριος (Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), πού μποροῦσε ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα νάἁμαρτήσει.
῾Η Παναγία ὅμως δέν ἦταν ἀναμάρτητη. ῾Ως γνήσια ἀπόγονος τοῦ᾿Αδάμ, εἶχε στή φύση της τόν ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως καί τή φθορά τῆς πεσμένης φύσεως. ᾿Απ’ αὐτά καθαρίστηκε κατά τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ της ἀπό τόν ἄγγελο, ὅταν τό Πνεῦμα τόἅγιο ἐπισκίασε τή φωτεινή μήτρα της. Κατόπιν, κατά τή Γραφή, κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀναμάρτητος, ἔστω καίἄν μία ἡμέρα εἶναι ἡ ζωή του ἐπί τῆς γῆς89. ᾿Ελαφρά καί συγγνωστάἁμαρτήματα εἶχε ἡ Θεοτόκος ὥς τό σημεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της. Μετάὅμως τή σύλληψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦἀπό τό Πνεῦμα τό῞Αγιο, ἡ χάρη τοῦ θείου Παρακλήτου τήν ἐκαθάρισε τόσο βαθιά καί τῆς ἔδωσε τέτοια δύναμη, ὥστε νά μήν πράττει καμιάἁμαρτία. Στή δυναμική αὐτή εἶναι τοποθετημένοι καί οἱ῞Αγιοι, οἱὁποῖοι μέ τή σταθερή τους προσήλωση στόἀγαθό καί μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φθάνουν στά μέτρα τῆς πνευματικῆς τελειότητας, μένοντας δυσκίνητοι πρός τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Σέ πλῆρες μέτρο αὐτόἔγινε στούς ἀγαθούς ἀγγέλους.
῾Η ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου δέν ἦταν ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική· τό πλῆρες σημεῖο ἠθικῆς τελειώσεως στόὁποῖο μποροῦσε νά φθάσει πλάσμα ἀνθρώπινο. ῏Ηταν τόἀπαστράπτον δοχεῖο τῆς χάριτος, τόὄρος τό «τετυρωμένον ἐν Πνεύματι»90, τόὁποῖο ἕλκυσε τήν ἀγάπηση τοῦ Πλάστη91, ὥστε νά λάβει ἀπό τά πάναγνα αἵματά της τήν ἀνθρώπινη φύση του μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Στή διάσταση τῆς σχετικῆς αὐτῆς ἀναμαρτησίας πρέπει νά νοηθοῦν ὅλες οἱἐπωνυμίες μέ τίς ὁποῖες διακοσμεῖἡ᾿Εκκλησία τόἄχραντο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου· ῎Ασπιλη, ἀμόλυντη, ἄχραντη, πανάμωμη κ.τ.τ.
Ναί, πέθανε. ᾿Αθάνατη εἶναι μόνο ἡ ἄυλη φύση τοῦ Θεοῦ, ὅπως γενικά καίἡ φύση τῶν πνευμάτων (ἀγγέλων καί δαιμόνων). ᾿Αθάνατη εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Σέ ἀντίθεση μέ τήν ἄυλη φύση τῶν πνευμάτων, τάὑλικά σώματα εἶναι ἀπό τή φύση τους θνητά. Διαγράφουν ἕναν κύκλο ζωῆς, φθείρονται καί χάνονται. Σ’ αὐτάἀνῆκε καί τό σῶμα τῆς Θεοτόκου. ῏Ηταν ὑλικό καί φθαρτό, καταγόμενο ἀπό τή φυσική ρίζα τοῦ γενάρχη. ῾Ως τέτοιο ἦταν ὑπήκοο θανάτου. Κανένας λόγος δέν ὑπῆρχε νά ἐξαιρεθεῖἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό καθολικό ἀπόκριμα τῆς ἁμαρτίας, τό θάνατο. Κάτι τέτοιο θάἦταν ἀφύσικο. Θά τήν ἀπέκοπτε ἀπότομα ἀπό τή συνέχεια τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί θά ζημίωνε τό θεομητορικό της ἀξίωμα· ἄνθρωπος πραγματικός ὁ Λυτρωτής ἀπό μητέρα ἄνθρωπο. ῎Ετσι εὐδόκησε νά σώσει ὁ Θεός τόν κόσμο σ’ ἕνα πλέγμα γνήσια ἀνθρώπινο. ᾿Από τό θάνατο εἶχε τή δυνατότητα νάἐξαιρεθεῖ μόνο ἡἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡὁποία δέν ἦταν ἐνταγμένη στή φυσική ροή τῆς ἀδαμιαίας φύσεως καί δέν εἶχε τό προπατορικόἁμάρτημα. Πέθανε ὅμως ἐθελούσια γιά νά πληρώσει τή θεία περίἀπολυτρώσεως τοῦἀνθρώπου βουλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου