Ἡ κάθε προσευχή μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ταπείνωσής μας.
Ὅταν αἰσθανόμαστε ὅτι δέν ἔχουμε κάτι, τότε τὸ ζητᾶμε μὲ τήν προσευχή μας. Ὁ ἐγωϊστὴς θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του αὐτάρκη. Νομίζει πώς τὰ ἔχει ὅλα καὶ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους, ἄρα δέν τοῦ λείπει τίποτε, κατὰ τὴ γνώμη του, καὶ ἔτσι λησμονεῖ τὸν Θεό. Ἂν εἶχε ταπείνωση, θὰ ἔβλεπε ὅτι εἶναι λειψὸς σὲ πολλά, γιατὶ κανεὶς δέν εἶναι τέλειος, καὶ τότε θὰ ἔτρεχε κοντὰ στον Θεὸ γιά νά τοῦ ἀναπληρώσει τὰ ἐλλείποντα.
Ὅταν ἔχουμε ἕνα πρόβλημα καὶ δέν μποροῦμε νά τὸ λύσουμε μόνοι μας, ἡ ἐπιγνώση αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας εἶναι δεῖγμα ταπεινοφροσύνης πού μᾶς ὁδηγεῖ κοντὰ στούς ἀνθρώπους, γιά νά μᾶς βοηθήσουν πρὸ πάντων κοντὰ στόν Θεὸ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος καὶ θέλει καὶ μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει.
Ὅταν ἔχουμε πόνο καὶ δέν μποροῦμε νά τὸν θεραπεύσουμε, αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας μας εἶναι δεῖγμα ταπεινοφροσύνης, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν προσευχὴ, μὲ τὴ σκέψῃ ὅτι Ἐκεῖνος, πού εἶναι παντοδύναμος, θὰ μᾶς βοηθήσει νά ξεπεράσουμε τὸ πρόβλημα.
Ὅταν ἔχουμε πόνο καὶ δέν μποροῦμε νά τὸν θεραπεύσουμε, αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας μας εἶναι δεῖγμα ταπεινοφροσύνης, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν προσευχὴ, μὲ τὴ σκέψῃ ὅτι Ἐκεῖνος, πού εἶναι παντοδύναμος, θὰ μᾶς βοηθήσει νά ξεπεράσουμε τὸ πρόβλημα.
Ἔχουμε ἀγῶνα πνευματικὸ καὶ σὲ κάποια στιγμὴ νιώθουμε ἀνεπαρκεῖς νά προχωρήσουμε γιά νά τὸν ὁλοκληρώσουμε; Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας μας, ποὺ εἶναι δεῖγμα ταπείνωσης, μᾶς ὁδηγεῖ κοντὰ στόν Θεὸ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ μας ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι γινόμαστε δυνατοὶ μὲ τὴ βοήθεια Ἐκείνου.
Ὅμως καὶ σὲ ἄλλες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας καθοριστικές πού αἰσθανόμαστε νά μᾶς πλημμυρίζει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλογία Του, ἐὰν ἔχουμε ταπείνωση, στήν προσευχὴ μας θὰ καταφύγουμε, γιά νά εἰποῦμε τὸ μεγάλο εὐχαριστῶ καὶ ν’ ἀποδώσουμε ὅλα τὰ καλά που ἔχουμε σὲ Ἐκεῖνον πού εἶναι «ὁ δοτὴρ παντὸς ἀγαθοῦ».
Ἔχουμε καλὰ παιδιά; Ἐὰν σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φώτισή Του ἀνέδειξε αὐτὰ τὰ παιδιά, πού αὐτὸ εἶναι τρανὸ δεῖγμα ταπείνωσης, τότε κοντὰ στόν Θεὸ θὰ πᾶμε γιά νά τοῦ εἰποῦμε «δικὰ Σοῦ εἶναι τὰ παιδιὰ, Κύριε. Ὅ,τι καλὸ ἔχουμε εἶναι δικό Σου δῶρο, σὲ μᾶς ἀνήκουν οἱ παραλείψεις, οἱ ἀδυναμίες καὶ οἱ ἁμαρτίες».
Ἂν ἔχουμε ὑγεία, καὶ πάλι αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, γιατὶ καὶ αὐτὸ εἶναι δῶρο δικὸ Του. Ἡ ταπείνωσή μας μᾶς ὁδηγεῖ πάντα κοντὰ του, γιατὶ συνειδητοποιοῦμε ὅτι δέν εἴμαστε για ὅλα ἱκανοί, δέν εἴμαστε οἱ τέλειοι ἢ ὅ,τι τέλειο ἔχουμε καὶ ὅσες δυνάμεις διαθέτουμε ὅλα αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ πρέπει πάντα νά προσευχόμαστε καὶ ἄλλοτε νά τὸν παρακαλοῦμε καὶ ἄλλοτε νά τὸν δοξολογοῦμε.
Καὶ εἶναι παρατηρημένο ὅτι, ὅταν ταπεινωνόμαστε, νιώθοντας τίς ἀδυναμίες μας καὶ διώχνοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ μας τὸν ἐγωισμό καὶ τὴν ὑπερηφάνεια,τότε ἔρχεται πολὺ κοντὰ μας ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἀναδεικνύει.
Ὁ Ἰακὼβ, ὅταν ταπεινώθηκε καὶ ἔτσι ταπεινωμένος κοιμήθηκε στό χῶμα καὶ ἔβαλε γιά προσκέφαλο μία πέτρα, τότε ἀξιώθηκε νά δεῖ τὴν κλίμακα πού εἶχε τὴ μία ἄκρη της στόν οὐρανὸ καὶ τὴν ἄλλη στή γῆ καὶ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ὑμνοῦντες καὶ ψάλλοντες.
Ἡ Παναγία μας εἶχε πολλὲς ἀρετές. Μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ καὶ χαρισματικὴ ζωὴ της ἐπέτυχε τὸν προσωπικὸ ἁγιασμὸ της, πού κάλυψε ὁλόκληρη τὴν παρθενικὴ της ὕπαρξη, δηλαδὴ καὶ τὴν πάναγνη ψυχὴ της καὶ τὸ ὁλοκάθαρο ἁγνὸ σῶμα της.
Εἶχε πρόσωπο ἰλαρό, γλυκὺ καὶ ἤρεμο, ἐφ’ ὅσον ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πλημμύρισε τήν ψυχή της καὶ εἶχε ὡς ἐπακόλουθο αὐτὴ τὴν ἀκτινοβολία στό πρόσωπο. Γεμάτη εἰρήνη καὶ χάρη ἡ ψυχή; Γαλήνη καὶ ἠρεμία καὶ στό πρόσωπο.
Θαυμάζουμε ὅλες τίς ἀρετὲς της. Τὴν ἀγάπη, τὴν πίστη, τὴν ἁγνότητα, τὴν προσευχητικὴ της διάθεση, μὰ ἐκείνη πού τὴν ξεχωρίζει εἶναι μία ἀρετή πού εἶναι ἡ ρίζα καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν, ἡ ὁποία στίς μέρες μας θεωρεῖται ἀδυναμία καὶ δέν ἐκτιμᾶται. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ταπείνωσή της.
Ὅταν ἔλεγε στήν Ἐλισάβετ, κατὰ τὴ συνάντησή τους, ὅτι ὁ Θεὸς «ἐπέβλεψε ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» δέν ἔκανε φιλολογία, ἀλλὰ ἔδινε μαρτυρία γιά τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς της.
Ἡ Παναγία μας ἔδειξε αὐτὴ τὴν ταπείνωση σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς της. Ἀπὸ τότε πού ἔφυγε γιά τὸν Ναὸ καὶ ἔζησε μὲν σὲ ἅγιο τόπο ἀλλὰ χωρὶς τὴν παρουσία καὶ τὴ στοργὴ τῶν κατὰ σάρκα γονέων της, μέχρι πού εἶδε τὸν Κύριό μας ἐπάνω στόν σταυρὸ καὶ τὴν εἶδαν κάποιοι ὡς μητέρα «τοῦ πλάνου ἐκείνου», ὡς τροφὸ τοῦ καταδικασμένου σὲ σταυρικὸ θάνατο, ὡς ὁδηγήτρια ἐκείνου πού τὸν σταύρωσαν «ὡς κακοῦργον μετὰ τῶν κακούργων».
Ὅπου ἔδειξε τὴν ὑπομονὴ καὶ ταπείνωσή της ἀμέσως μετὰ ἔπαιρνε καὶ τὴ δόξα της ὡς ἀμοιβὴ της.
Στόν γάμο τῆς Κανᾶ πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ διακριτικὰ τοῦ λέγει «οἶνον οὐκ ἔχουσι». Ἐκεῖνος σχεδὸν αὐστηρὰ τὴν παρατηρεῖ καὶ τῆς λέγει «τί ἐμοὶ καὶ σὺ γύναι, οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου». Ἡ ἀπάντηση δέν ἦταν καθόλου κολακευτικὴ καὶ ἔπρεπε ἐκείνη πού τὴν ἄκουσε, γιά νά μὴν πικραθεῖ καὶ προσβληθεῖ, νά ἔχει ταπείνωση. Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας εἶχε αὐτὴ τὴν «ὑψοποιὸ ταπείνωση», γι’ αὐτὸ καὶ ἀμέσως τὴν ἀμείβει ὁ Κύριος, κάνοντας τὸ πρῶτο θαῦμα καὶ ἀλλάζοντας τὸ πρόγραμμά του.
Ἀλήθεια! Μήπως πρέπει χωρὶς ἀναβολὴ νά βεβαιωθοῦμε καὶ νά πιστέψουμε ὅτι μᾶς λείπει αὐτὴ ἡ ἀρετὴ, γι’ αὐτὸ καὶ δέν προσευχόμαστε συχνὰ ἢ προσευχόμαστε χλιαρά; Μήπως μᾶς λείπει ἡ ταπείνωση, γι’ αὐτὸ θεωροῦμε τὰ καλὰ τῆς ζωῆς μας ὡς κατορθώματα δικὰ μας καὶ γι’ αὐτὸ κάποτε τὰ χάνουμε, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος πού μᾶς τὰ πῆρε;
Μήπως μένουμε σὲ μία χαμοζωὴ, πού τὴν τρέφει ὁ ἐγωϊσμὸς μας, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε στερηθεῖ τή χαρά, τή σιγουριά, τὴ γαλήνη καὶ τήν ἠρεμία, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ σωτηρία μας;
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταπεινός. Ἡ ζωὴ του κοντὰ στόν Θεὸ τοῦ δίδει τή δυνατότητα τῆς σύγκρισης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. Βλέπει τότε τὸ μέγεθος τοῦ Θεοῦ, τὶς ἀρετὲς ὅλες στόν ἀπόλυτο βαθμό, βλέπει καὶ τὶς δικὲς του ἀρετές, πού εἶναι οἱ «λάμπουσες ἁμαρτίες» καὶ ἀδυναμίες καὶ τότε ἀποκτᾶ ταπεινὸ φρόνημα.
Νά γιατὶ μᾶς συμφέρει ἡ ἀναστροφὴ μας μὲ ἁγίους ἀνθρώπους καὶ τὸ πλησίασμά μας στόν Θεό. Τότε βλέπουμε ποιοί πραγματικὰ εἴμαστε καὶ ἡ ταπείνωσή μας μᾶς ὁδηγεῖ στή μετάνοια.
Από το βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης «Ροδοπέταλα στη χάρη της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου