Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα»





Χιλιάδες χιλιάδων στόματα άπό τότε πού γράφτηκε ό Ακάθιστος Ύμνος, τό θεσπέ­σιο αύτό τραγούδι πρός τήν Ύπεραγία Θε­οτόκο, τήν έχουν ύμνήσει μέ τά ύπέροχα λόγια του. Οί Χαιρετισμοί τής Παναγίας είναι διαχρονικό κτήμα και άφιέρωμα όλου τοϋ Ορθοδόξου πλη­ρώματος, καθώς μάλιστα ό ποιητής του μάς μένει άγνωστος- θεία βουλή, θά έλεγε κανείς, προκει­μένου νά καθίσταται κοινή προσφορά όλων τών χριστιανών πρός τή Μητέρα τοϋ Θεοϋ!
Ύμνοϋμε τήν άνύμφευτη Κόρη οί πιστοί, και συγχρόνως δεόμαστε σ' αύτήν νά μήν παύσει νά δέεται ή 'ίδια γιά μάς και γιά όλο τόν κόσμο μπροστά στόν Υίό και Θεό της. Διότι αύτή είναι τό «δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα». Οί πρεσβείες της είναι εύπρόσδεκτες άπό τόν Θεό σάν τόν καπνό τού θυμιάματος, πού άνεβαίνει στόν ούρανό θυ­σία «εις όσμήν εύωδίας».
Έτσι έδειξε ό Θεός εξαρχής, άπό τά άρχαιότατα άκόμη χρό­νια τής δημιουργίας τοϋ κόσμου, ότι κάνει δεκτές τις προσφορές και θυσίες τών άνθρώπων. Στό πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Δια­θήκης, τή Γένεση, διαβάζουμε γιά τήν πρώτη θυσία έπί τής γής. Ό πρώτος καπνός πού άνέβηκε πρός τόν ούρανό ώς προσ­ευχή ίκετήριος ήταν αύτός πού προσφέρθηκε στούς βωμούς πού έχτισαν ό Κάιν και ό Άβελ. Αλλά ό παντοκράτωρ Κύριος, ό Δεσπότης τοϋ ούρανοϋ και τής γής, έκανε δεκτή τήν προσευχή τοϋ Άβελ, ένώ τοϋ Κάιν ή προσ­ευχή δέν ύπήρξε εύθετος μπρο­στά στά μάτια Του. 

Δέν κατευ­θύνθηκε πρός τόν ούρανό τό δι­κό του θυμίαμα. Απορρίφθηκε άπό τόν Θεό, διότι ή προσφορά του, ή θυσία του δέν ήταν άντάξια της θείας Μεγαλοσύνης (βλ. Γεν. ό' 3-5).
Γι΄ αύτό άργότερα και ό προφήτης έκεΐνος και βασιλεύς, ό θειος λυράρης της Παλαιάς Διαθήκης, Δαβίδ, παρακαλούσε τόν Θεό μέ τά λόγια: «κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ώς θυμίαμα ένώπιόν σου, έπαρσις τών χειρών μου θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. ρμ' [140] 2). Αύτά τά χέρια πού ύψώνονται πρός εαένα, Κύριε, δές τα μέ εύνοϊκό βλέμμα. Και δέξου τήν έσπερινή ικεσία μου σάν τό θυμίαμα πού άνεβαίνει πρός τόν ούρανό. Και άλλοτε πάλι ό μέ­γας Μωυσής ϋψωνε τά γεροντικά του χέ­ρια μέ κόπο πρός τά πάνω, προσφέρον­τας δέηση στόν Κύριο ύπέρ τοΰ λαοϋ του πού βρισκόταν σέ μάχη κρίσιμη. Και ό Θεός έκανε δεκτό τό αίτημά του όση ώρα τά χέρια έμεναν ύψωμένα.
Αλλά άν στήν Παλαιά Διαθήκη ό Κύριος έκσνε δεκτές τις δεήσεις και προσευχές και  ικεσίες τών δικών Του άνθρώπων «εις όσμήν εύωδίας», πρός εύμένειαν και ίλασμόν, στήν Καινή Διαθήκη μάς γνωστο­ποιεί διαμέσου της γραφίδος τοΰ άποστόλου Ιακώβου ότι «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ένεργουμένη» (Ίακ. ε' 16). Κι άν ή δέηση ένός δικαίου έχει μεγάλη ισχύ, τότε πόση ισχύ πρέπει νά έχει ή «δέησις Μητρός πρός εύμένειαν Δεσπότου»;
Ή πρεσβεία τής Ύπεραγίας Θεοτόκου, ή δέηση κα; μεσιτεία της πρός τόν Υιό και Θεό της, και περισσότερο ισχυρή άπό οποιανδήποτε άλλη πρεσβεία δικαίου ή άγίου, καθόσον και ή ιδία ή Θεοτόκος εί­ναι «ή τών άγιων άγιωτέρα και ιερών ίερωτέρα και όσίων όσιωτέρα», κατά τήν έκφραση τοϋ ίεροϋ Δαμασκηνού. Ώς έκ τούτου και ή παρρησία της, τό θάρρος στήν έκφραση τών προσευχητικών αιτη­μάτων πρός τόν Υιό της, , είναι πολύ μεγα­λύτερο και άποτελεσματικό. Διότι ή Παν­αγία ώς «άγιόπρωτος» στέκεται έγγύτε- ρα άπό οποιονδήποτε άλλον, άνθρωπο ή άγγελο, στόν θρόνο τοΰ Θεοϋ. «Παρέστη ή βασίλισσα έκ δεξιών σου...» (Ψαλμ. μδ' [44] 10). Είναι τέτοια ή διακεκριμένη θέση τής Παναγίας στήν ούράνια ιεραρ­χία, ώστε οί Πατέρες τής 'Εκκλησίας λένε ότι αύτή κατέχει «τά δευτερεΐα τής Τριά­δος», τή δεύτερη θέση μετά τήν Αγία Τρι­άδα. Πώς λοιπόν και οί δεήσεις και ικεσί­ες της νά μήν έχουν τή μεγαλύτερη ισχύ ένώπιον τοϋ θρόνου τοΰ Θεοϋ;
'Επιπλέον τό γεγονός ότι ή ϊδια ή Θεοτό­κος δάνεισε στόν Υιό και Λόγο τοϋ Θεοϋ τή σάρκα, τήν άνθρώπινη φύση, καθιστά τόν Υιό της τρόπον τινά χρεώστη άπέναντί της. Και έπειδή δέν πρόκειται ό Κύριος Ίησοϋς Χριστός νά άποβάλει ποτέ αύτό τό φυσικό δάνειο πού πήρε άπό τήν Πανα­γία Μητέρα Του, γι΄ αύτό - έξηγεί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός - θέλει νά τής τό έξοφλεΐ μέ τό νά δέχεται διαρκώς και νά ικανοποιεί τά αίτήματά της, τά όποια προσφέρει γιά όλους έμάς πού προσφεύ­γουμε στή χάρη της και τήν παρακαλούμε.
Γι' αύτό κι έμεΐς, γνωρίζοντας έκ πείρας τήν άποτελεσματικότητα τών θεομητορι­κών της δεήσεων, δέν παύουμε άπό τό νά καταφεύγουμε σ' αύτήν και νά κρεμάμε όλες τις έλπίδες μας έπάνω της. Διότι ή Παναγία Μήτηρ τοΰ Κυρίου και δική μας Μητέρα έχει τή δύναμη νά συστέλλει τόν χρόνο τών πειρασμών, νά άναστέλλει τή δίκαιη όργή τοΰ Θεοΰ γιά τις άμαρτίες μας και νά διαστέλλει τά σπλάχνα τών οίκτιρμών Του.
Άς τήν παρακαλούμε νά πρεσβεύει στόν Υιό και Θεό της γιά τό έθνος μας πού χειμάζεται, γιά τήν 'Εκκλησία μας πού πολεμείται, γιά τις οίκογένειές μας πού δοκιμάζονται. Άς τήν παρακαλούμε γιά ό,τι μάς συνέχει βαθύτατα, έσωτερικά. Διότι ή Κυρία Θεοτόκος δέν παύει νά δέ­εται «ύπέρ πάσης ψυχής χριστιανών θλιβομένης τε και καταπονουμένης, έλέους και βοηθείας Θεοϋ έπιδεομένης».
Και είναι τό θυμίαμα τών πρεσβειών της δεκτόν «ύπέρ πάσαν όλοκάρπωσιν».
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου