«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστώτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γῦναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἴδε ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωάννου ιθ´ 27).
Πόσον συγκινητικὸν εἶναι τὸ γεγονὸς αὐτό! Ὁ Κύριος ἐνῶ διέρχεται τὴν ἀγωνίαν τοῦ θανάτου, σκέπτεται τὴν Μητέρα του, ἡ ὁποία ὑπῆρξε πιστὴ μέχρι θανάτου, ἐπιτελώντας τὰ μητρικά της καθήκοντα μὲ ἀφοσίωσιν ἀπὸ τὴν φάτνην τῆς Βηθλεὲμ μέχρι τὸν ἐπώδυνον Σταυρόν.
Πῶς μποροῦσε, μία τέτοια Μητέρα, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὴν ἀνταμείψη μὲ τὴν ἰδικήν του στοργὴν καὶ ἀγάπην; Καὶ εἶναι ἀγάπη ἀληθινή. Εἶναι ἡ τρυφερότητα καὶ ἡ πλέον εὐαίσθητη πλήρωσις υἱϊκοῦ καθήκοντος πρὸς τὴν Μητέρα. Ἡ Μητέρα του ἔμεινε πλέον ἔρημος, διότι Αὐτὸς θὰ ἔφευγε.
Δὲν ἐκινδύνευε, βεβαίως, νὰ πεινάση· εἰς τὴν ψυχήν της ὅμως ἄνοιξε ἕνα κενὸ μεγάλο, τὸ ὁποῖον μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ θὰ ἐμεγάλωνε ἀκόμη περισσότερον. Ποιὸς θὰ τὴν ἐπροστάτευε; Καὶ ποιὸς θὰ ἔκαμνε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ξεκούραστα καὶ ἀναπαυμένα; Μόνον ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, μαθητὴς ἀγαπημένος, ἐν πνεύματι ἀδελφός, τοῦ ὁποίου ὁ χαρακτήρας, οἱ τρόποι καὶ ἡ συμπεριφορὰ θὰ ὑπενθύμιζον εἰς τὴν Θεομήτορα τὸν πανάμωμον Υἱόν της, θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ στήριγμά της.
Μόνον ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶχε ζήσει μαζί της κατὰ τὶς φοβερὲς ὧρες τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τῆς δώσῃ ἀνακούφισιν. Κι εὐτυχῶς αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς δὲν ἔλειψε κατὰ τὴν τραγικὴν αὐτὴν περίστασιν. Ἦτο ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰωάννης. Μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς μαθητὰς ἐτόλμησε νὰ ἔλθη κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸν καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ ὑπέμεινεν μὲ καρτερίαν καὶ μὲ ἀγάπην τὸ φοβερὸν μαρτύριον τοῦ Διδασκάλου του.
Αὐτός, λοιπόν, ἄξιζε νὰ ὀνομασθῇ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου καὶ υἱὸς τῆς Παναγίας. Καὶ μόνον αὐτὸς ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ κηδεμὼν καὶ προστάτης καὶ Υἱὸς τῆς Παναχράντου καὶ νὰ τὴ σεβασθῇ ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου του. Καὶ πράγματι. «Ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας, σημειώνει ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής, ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωάν. ιθ´ 27). Τὴν ἐπῆρεν εἰς τὸ σπίτι του ὡς μητέρα του καὶ ὡς μητέρα τοῦ Κυρίου. Παρέμεινε δὲ ἡ Θεομήτωρ πλησίον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἕνδεκα ἔτη, δηλαδὴ μέχρι τῆς Κοιμήσεώς της.
β. Ἡ χαρὰ τῆς Θεομήτορος διὰ τὸν Ἀναστημένον καὶ Ἀναληφθέντα Υἱόν της
Τὰ θλιβερὰ γεγονότα τοῦ Γολγοθὰ ἔχουν περάσει. Τὸ πανάχραντον σῶμα τοῦ μεγάλου θύματος ἔχει ἐνταφιασθῆ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν Νικόδημον. Ὁ ὄχλος μαζὶ μὲ τοὺς ἀνόμους ἄρχοντας, ἔπειτα ἀπὸ τὸ φοβερὸν καὶ ἀποτρόπαιον ἔγκλημα ποὺ διέπραξαν, ἔχουν διαλυθεῖ. Ἡ πονεμένη Μητέρα εὑρίσκεται σὲ ἀσφαλῆ χέρια. Τὴν ἔχει παραλάβει ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Ἰωάννης εἰς τὸ σπίτι του, κατ᾿ ἐντολήν, ὅπως εἴδαμε, τοῦ διδασκάλου του. Καὶ μὲ τὶς περιποιήσεις του, τὴν ἄγαπήν του καὶ τὸν μεγάλον του σεβασμὸν ἔκοιταζε νὰ τῆς γλυκάνη τὸν πόνον. Ἦτο πλέον ὁ υἱός της, καὶ ἡ Παναγία ἡ μητέρα του. Ἡ καρδία, ὅμως, τῆς Πανάγνου Μητέρας, ἦτο τόσον πληγωμένη ἀπὸ τὸ φρικτὸν θέαμα ποὺ εἶχε ἄντικρυσει. Καὶ τώρα ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς της ἦτο πλέον νεκρὸς εἰς τὸν τάφον.
Μὰ ἦτο δυνατὸν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μείνη νεκρὸς εἰς τὸν τάφον, ὅπως οἱ ἄλλοι κοινοὶ θνητοί; Ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς θὰ ἐνικᾶτο ἀπὸ τὸν θάνατον; Καὶ ὅσα εἶχε πῆ ὁ Ἰησοῦς διὰ τὸν θάνατόν του καὶ διὰ τὴν μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνάστασίν του; Πῶς ἠμποροῦσε νὰ τὰ ξεχάση αὐτὰ ἡ Πανάμωμος Μητέρα, ἡ ὁποία εἶχε συνηθίσει τὰ λόγια τοῦ Υἱοῦ της ὄχι ἁπλῶς νὰ τὰ ἀκούη ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διατηρῆ εἰς τὴν μνήμην της καὶ νὰ τὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἐμβαθύνη εἰς αὐτά;
Εἰς τὸν πολυκύμαντον βίον της καὶ εἰς τὰς πλέον δύσκολους στιγμὰς τόσα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίρετα γεγονότα συνέβησαν εἰς τὴν ἐπίγειον ζωὴν τοῦ Σωτῆρος. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαίνετο τίποτε τὸ ἀπίστευτον καὶ ἀκατόρθωτον, διὰ τοῦτο ἤλπιζε ὅτι θὰ συνέβαινε κάτι τὸ θαυμαστόν, ἀσυγκρίτως θαυμαστότερον καὶ ἐκπληκτικώτερον ἀπὸ κάθε προηγούμενον ποὺ θὰ ἄλλαζε ριζικὰ τὰ πράγματα. Αὐτὰ ἔφερε διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν της ἡ πονεμένη Μητέρα. Αὐτὰ ἐσκέπτετο καὶ τὰ συζητοῦσε μὲ τὸν Ἰωάννην, τὸν μαθητὴν τῆς ἀγάπης, καὶ ἔνοιωθαν μέσα τους μιὰ γλυκεία ἐλπίδα νὰ φουντώνη καὶ νὰ περιμένουν μὲ χαρά.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος!... Ἡ μεγάλη ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ Κυριακή, ἀνέτειλε λαμπρὰ καὶ ἐλπιδοφόρα. Φωνὲς νίκης καὶ χαρᾶς συνεκλόνισαν τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος «ἤγερθη ὄντως»! «Ἐωράκαμεν τὸν Κύριον»! Οἱ μαθηταὶ χαίρουν καὶ ἀγάλλονται καὶ γεμᾶτοι ἀπὸ ἐλπίδα καὶ θάρρος ἀντικρύζουν τὸ μέλλον. Οἱ παράνομοι Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ταράσσονται καὶ ζητοῦν νὰ ἀποκρύψουν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ.
Τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ της ἡ Παναγία ἔμαθε ἀπὸ τὰς Μυροφόρας γυναίκας καὶ μάλιστα τὴν Σαλώμην, τὴν μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου. Πόση χαρὰ καὶ εὐφροσύνη θὰ αἰσθάνθηκε εἰς τὸ ἄκουσμα ὅτι ὁ Υἱός της ἀνέστη! Ἡ πονεμένη καρδιά της ἐσκίρτησε. Ἡ μεγάλη της ὀδύνη ἐξαφανίζεται, λησμονεῖ τὸν φρικτὸν Γολγοθὰν καὶ τώρα ζῆ τὴν χαρὰν τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐν συνεχείᾳ, οἱ ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ μὲ τὸ «χαίρετε» καὶ τὸ «εἰρήνη ὑμῖν» ἀναστύλωσαν καὶ ἐστερέωσαν καὶ τὴν καρδιὰν τῆς Θεομήτορος.
Ἐπὶ σαράντα ἡμέρας τὸ ἕνα σκίρτημα ἀγαλλιάσεως διαδέχεται τὸ ἄλλο ἀπὸ τὶς γλυκὲς καὶ εὐλογημένες ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, τὰς ὁποίας ἔσπευδον ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ νὰ ἀνακοινώσουν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Μητέρα.
Τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἄλλον γεγονός, ἐπίσης μεγάλον καὶ συνταρακτικόν, συνέβη.
Ὁ Κύριος ἀφοῦ ἀφῆκε τὰς τελευταίας ὑποθήκας του εἰς τους μαθητάς του κι ἀφοῦ ὑπεσχέθη νὰ τοὺς στείλη τὸν Παράκλητον, (τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον), ἀνελήφθη εἰς τους οὐρανούς. «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανὸν» (Λουκ. κδ´ 51). Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου κινεῖται πλέον μέσα εἰς τὴν Βασιλείαν τῆς εἰρήνης, τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς χαρᾶς.
Ὀλίγον προτοῦ ἀναληφθῆ ὁ Σωτήρ, εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴν νὰ εὑρίσκωνται ὅλοι εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρις ὅτου ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. «Ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ´ 49).
Ἡ Παναγία προσεύχεται συνεχῶς. Ἡ προσευχή της χαρίζει γλυκὲς στιγμὲς καὶ τὴν κρατεῖ σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Ἰησοῦν. Δὲν προσεύχεται ἁπλῶς, ἀλλὰ «προσκαρτερεῖ» εἰς τὴν προσευχήν, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὰς καὶ τὰς ἄλλας εὐσεβεῖς γυναῖκας, μεταξὺ τῶν ὁποίων κατέχει ἐξαιρετικὴν καὶ ὅλως τιμητικὴν θέσιν. Προσεύχεται ἀκαταπαύστως. «Οὗτοι πάντες (δηλ. οἱ ἕνδεκα μαθηταί), σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ» (Πράξ. α´ 14).
Καὶ ἰδοὺ τὴν πεντηκοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ ἦσαν ὅλοι συγκεντρωμένοι εἰς τὸ ὑπερῶον, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέβη καὶ τοὺς ἐπεσκίασε καὶ τοὺς ἁγίασε. Ἐκεῖ, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, (Πράξεις α´ 14 καὶ β´ 1) ἦτο καὶ ἡ Παναγία Μητέρα. Καὶ ἔλαβε καὶ αὐτὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἐδέχθη καὶ αὐτὴ τὸν Παράκλητον ὡς μεγάλο καὶ ὕψιστον δῶρον ἀπὸ τὸν ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα Υἱόν της. Καὶ ἔγινε καὶ πάλιν πνευματοφόρος καὶ «χριστοφόρος».
Πόση χαρὰ ἐγέμισε καὶ τώρα τὴν καρδιάν της! Τί ἀνέκφραστη ἀγαλλίασι αἰσθάνθηκε καὶ πάλι! Πόσος ἱερὸς καὶ ἅγιος ἐνθουσιασμὸς τὴν ἐπλημμύρισε μὲ τὸ νὰ βλέπη τοὺς ἄλλοτε ἀγράμματους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας νὰ ὀμιλοῦν ὅλας τὰς γλώσσας καὶ νὰ ἑλκύουν εἰς τὸν Χριστὸν μυριάδες ἀνθρώπων! Πῶς νὰ μὴ εὐφραίνεται ἡ ψυχή της, ὅταν ἔβλεπε ὅτι ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστὸν ἐκέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος καὶ τὸ ἄγγελμα τῆς σωτηρίας μετεφέρετο εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς; Καὶ τώρα ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὰ χαρμόσυνα καὶ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα δὲν ὑπελείπετο τίποτε διὰ τὴν μακαρίαν Μητέρα τοῦ ἀναστάντος καὶ ἀναληφθέντος Χριστοῦ παρὰ νὰ ἀναφώνηση τὸ «νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, Δέσποτα, ἐν εἰρήνῃ».
2. ΑΙ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑΙ, ΠΡΟΣΕΥΧΑΙ ΚΑΙ ΔΕΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ἕνεκα τῆς μεγάλης πρὸς τὸν Θεὸν ἀφοσιώσεως προσηύχετο συνεχῶς. Διὰ τὰς πρὸς τὸν Θεὸν γονυκλισίας καὶ προσευχάς της μᾶς γνωρίζει ὁ ἅγιος καὶ ὑμνογράφος Ἐπίσκοπος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης: «Οὐκ ἀποσκοποῦ ἐμνήσθην Σιών· ἐν ταύτῃ γὰρ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον τῆς Θεοτόκου μεμυσταγώγηται· ἐν ταύτῃ τὰς κλίσεις τῶν ἱερῶν γονάτων τοῦ Παναγίου σώματος, αἱ πρὸς τοῦδαφος κατεστραμμένοι πλάκες διωλύγιον* ἀνακράζουσιν». (Εἱρμὸς θ´ ᾠδῆς Κοιμήσεως).Δηλαδή: Ἡ Κεχαριτωμένη καὶ εὐλογημένη μεταξὺ τῶν γυναικῶν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Παρθένος Μαρία, ποὺ εἶχε ὅλες τὶς χάριτες τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δὲν ἔπαυσε νὰ προσεύχεται γονατιστὴ πρὸς τὸν Θεὸν μὲ πίστιν θερμήν. Τοῦτο μαρτυροῦν καὶ οἱ πλάκες ποὺ ἦσαν στραμμένες μέσα εἰς τὸν Ναόν.
Ἀλλὰ καὶ αἱ δεήσεις τῆς Παναμώμου Μητρὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων χριστιανῶν δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀναπέμπωνται. Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος εἰς τὸ Ε´ κεφ. τῆς ἐπιστολῆς του λέγει: «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργούμενη». Ἐάν, λοιπόν, ἡ δέησις δικαίου γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Πανοικτίρμονα Θεόν, πόσον μᾶλλον περισσότερον ἰσχύει καὶ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ δέησις τῆς Παναμώμου Ὑπεραγίας, καὶ Ἄειπαρθενου Μαρίας πρὸς τὸν Υἱόν της καὶ Θεόν της.
Πρὸ τῆς εἰς οὐρανοὺς μεταστάσεώς της ἡ Πανάμωμος Μητέρα τοῦ Κυρίου ὕψωσε τὰς ἀχράντους χείρας της πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της καὶ ἐδεήθη πρὸς αὐτόν, ὅπως διαφυλάττη ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπετάχθησαν τὸν σατανᾶν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τοὺς βαπτισθέντας διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως καὶ τὰ θελήματα τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος πράττοντες.
Ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία γνωρίζουσα τὴν ὑπὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου γενομένην παράκλησιν πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της ὑπὲρ τῆς σωτηρίας πάντων τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, ψάλλει εἰς ἐπήκοον πάντων τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν πάνσεπτον ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν κάτωθι η´ ᾠδήν:
«Ὅπως ὑψώσασα τὰς χεῖρας, ἐκδημοῦσα ἡ πανάμωμος, χεῖρας τὰς Θεὸν ἠγκαλιασμένας, σωματικῶς ἐν παρρησίᾳ, ὡς Μήτηρ ἔφησε (=εἶπε) πρὸς τὸν τεχθέντα· οὕς μοι ἐκτήσω, εἰς αἰῶνας φύλαττε βοῶντάς σοι· τὸν Δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν, οἱ λελυτρωμένοι, καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ἡ Θεοτόκος Μαρία γεννήσασα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ ἔσωσε καὶ σώζει δι᾿ αὐτοῦ πάντας τους ἐπιθυμοῦντας νὰ σωθοῦν ἐκ τῶν αἰωνίων κακῶν. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συνεχῶς δέεται ὑπὲρ τῆς σωτηρίας ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὀρθῶς καὶ δικαίως τιμᾶ καὶ γεραίρει, μετὰ Θεόν, τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τὴν Παρθένον Μαρίαν.
* Διωλύγιος = ὑπερμεγέθης· ἐπὶ ἤχου, ὀξύς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου